Οικονομικότερο κατά 1,29% σε σχέση με το 2016, εκτιμάται το φετινό χριστουγεννιάτικο τραπέζι, σύμφωνα με δειγματοληπτικό έλεγχο που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών (ΙΝ.ΕΜ.Υ.) της ΕΣΕΕ κατά την περίοδο 11 έως 16 Δεκεμβρίου 2017. Η συγκεκριμένη εξέλιξη σε συνδυασμό με τη διαφαινόμενη τόνωση του τζίρου των καταστημάτων λιανικής μεταξύ των μηνών Δεκεμβρίου 2017/2016, αποτελούν αναμφίβολα θετικό γεγονός, που όμως δεν οφείλεται στην ελάφρυνση της πληθώρας των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, εκτιμά ο Πρόεδρος της ΕΣΕΕ, Βασίλης Κορκίδης. Σημειώνει, δε, πως η προσαρμοστικότητα και η συμπίεση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων φαίνεται να αποδίδει καρπούς, με συνέπεια την αύξηση των πωλήσεων στη διάρκεια του τρέχοντος έτους και την ταυτόχρονη μείωση των επιβαρύνσεων του καταναλωτικού κοινού, τουλάχιστον όσον αφορά στο κόστος του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού. «Από εδώ και πέρα και με βάση τη βελτίωση που σημειώνουν βασικά μακροοικονομικά μεγέθη, κρίνεται απαραίτητη η θέσπιση μέτρων που θα βάλουν σε πρώτο πλάνο το εγχώριο επιχειρείν, καθιστώντας το βασικό μοχλό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η μείωση των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων όπως επίσης και η εφαρμογή μέτρων που θα ικανοποιούν βασικές ανάγκες της αγοράς, πρέπει να αποτελέσουν βασική επιδίωξη των ιθυνόντων στη διάρκεια της επόμενης, ιδιαίτερα κρίσιμης, χρονιάς», αναφέρει ο κ. Κορκίδης.
Από τα επιμέρους στοιχεία του ΙΝΕΜΗ προκύπτει ότι το χριστουγεννιάτικο οικογενειακό τραπέζι (6-8 ατόμων) θα κοστίσει φέτος 149,02 € έναντι 150,96 € που κόστιζε πέρυσι και 147,39 € το 2015, την ίδια ακριβώς περίοδο, με το ίδιο ακριβώς καλάθι προϊόντων. Η καταγεγραμμένη, σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2016, υποχώρηση κατά 1,94 € (που αντιστοιχεί σε ποσοστιαία μείωση 1,29%), αποδίδεται κυρίως στην πτωτική τάση των Λαχανικών και Φρούτων (-4,32%), αλλά και σε εκείνη των διάφορων προϊόντων Super Market (-3,72%).
Μικρή μείωση καταγράφει η κατηγορία των Κρεατικών (δειγματοληψία από Βαρβάκειο αγορά), με κυριότερα χαρακτηριστικά τη στασιμότητα των τιμών του αρνιού και της γαλοπούλας, ενώ η φθηνότερη τιμή του χοιρινού (-5,26%) είναι εκείνη που συμπιέζει προς τα κάτω το κόστος για τους καταναλωτές. Όπως προαναφέρθηκε, η κατηγορία των Φρούτων και των Λαχανικών (δειγματοληψία από Super Market) έχει τη μεγαλύτερη επίδραση, σε όρους ποσοστιαίων μεταβολών, στη διαμόρφωση του φθηνότερου χριστουγεννιάτικου τραπεζιού. Κι αυτό γιατί οι χαμηλότερες τιμές της πατάτας κατά κύριο λόγο (-25,35%) αλλά και των πορτοκαλιών και του λάχανου δευτερευόντως, αντισταθμίζουν τις αντίστοιχες αυξήσεις της ντομάτας και των μήλων. Θετική εξέλιξη, παράλληλα, συνιστά η τάση συρρίκνωσης των τιμών σε προϊόντα που προμηθεύεται το καταναλωτικό κοινό κυρίως από τα Super Market (-3,72%), με τα αλκοολούχα ποτά να σημειώνουν την κυριότερη πτωτική μεταβολή, ακολουθούμενα από το ελαιόλαδο και τη φέτα. Όπως και το 2016, έτσι και τη φετινή εορταστική περίοδο η κατηγορία των Γλυκών/Εδεσμάτων σημειώνει μεν άνοδο (1,36%), σε επίπεδα όμως χαμηλότερα από τα περυσινά. Κυριότερη ερμηνεία του φαινομένου αποτελεί η αύξηση σε διεθνές επίπεδο των τιμών βουτύρου, εξαιτίας του περιορισμού της παραγωγής σε ολόκληρη την Ευρώπη, ήδη από την άνοιξη του τρέχοντος έτους. Τονίζεται, αρμοδίως, ότι η παραπάνω δυσμενής εξέλιξη επηρέασε άμεσα τις εγχώριες επιχειρήσεις και δη τα ζαχαροπλαστεία και τους φούρνους, κυρίως όσον αφορά στις τιμές των κουραμπιέδων. Εντούτοις, όπως αποτυπώνεται και στα αποτελέσματα της έρευνας, η συντριπτική πλειοψηφία των εν λόγω επιχειρήσεων μετακύλησε σε μικρό μόνο ποσοστό τις επιβαρύνσεις στην τελική τιμή διάθεσης των προϊόντων τους.
Τέλος, οι εκτιμήσεις για βελτίωση του τζίρου του μηνός Δεκεμβρίου 2017 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2016 κατά περίπου 1,5%, αποδίδονται στη γενική ανοδική πορεία της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης από την αρχή του έτους (Α΄ εννιάμηνο 2017/2016: +0,6%). Η επαναφορά του κύκλου εργασιών των καταστημάτων λιανικής το φετινό Δεκέμβριο στα επίπεδα του αντίστοιχου μήνα του 2014, περίπου δηλαδή στα 4,09 δις €, αντανακλά τη βελτίωση βασικών δεικτών της ελληνικής οικονομίας, μία παράμετρος όμως που θα πρέπει να μετουσιωθεί και στην ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας.