Σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες παραμένει η διείσδυση των βιοκαυσίμων στην ελληνική αγορά, καθώς οι ποσότητες που έχουν απορροφηθεί υπολείπονται σημαντικά σε σχέση με τις κανανεμημένες, η αξιοποίηση του παραγωγικού δυναμικού των εγχώριων εγκαταστάσεων παραμένει περιορισμένη, η ανάπτυξη των ενεργειακών καλλιεργειών είναι ανεπαρκής και το επενδυτικό ενδιαφέρον χαμηλό.
Πρόκειται για ορισμένα από τα κυριότερα συμπεράσματα της μελέτης της εταιρίας IBHS για τα βιοκαύσιμα.
Σύμφωνα με τη μελέτη, το 2016, η μεγαλύτερη ποσότητα βιοκαυσίμων κατανεμήθηκε στην εταιρία Agroinvest με 33.143 χιλιόλιτρα (25% του συνόλου) και ακολουθούν οι εταιρίες Παύλος Ν. Πέττας με 24.216 χιλιόλιτρα (μερίδιο 18,3%), η GF Energy με 14.382 χιλιόλιτρα (11%), η Newenergy (Φυτοενέργεια) με 13.171 χιλιόλιτρα (10%) και η ΕΛΙΝ Βιοκαύσιμα με 11.415 χιλιόλιτρα (8,6%).
Από το συνολικό όγκο κατανομής του 2016, το 71% καθορίστηκε να παραδοθεί στα Ελληνικά Πετρέλαια (93.933 χιλιόλιτρα), ενώ το υπόλοιπο 29% στη Motor Oil.
Σε ότι αφορά την κατανομή για το 2017, δεν προκύπτει σημαντική διαφοροποίηση στις 5 εταιρείες στις οποίες κατανέμονται οι μεγαλύτερες ποσότητες. Έτσι, η Agroinvest βρίσκεται στην πρώτη θέση με 31.361 χιλιόλιτρα (μερίδιο 24% επί του συνόλου) και στη συνέχεια η Παύλος Ν. Πέττας με 30.329 χιλιόλιτρα. Στην τρίτη θέση ανέβηκε η Newenergy με 13.519 χιλιόλιτρα, ακολουθούμενη από την ΕΛΙΝ Βιοκαύσιμα με 11.080 χιλιόλιτρα και τη GF Energy με 9.898 χιλιόλιτρα.
Η ποσοστιαία συμμετοχή των εισαγωγών στην κατανομή βιοντίζελ εμφανίζει διαχρονικά σημαντικές διακυμάνσεις. Αρχικά (2005) οι ποσότητες εισαγωγής ήταν περιορισμένες και έως το 2009 κατέγραφαν σημαντική άνοδο, φτάνοντας να αποτελούν το 11% του συνολικού εγκριθέντος όγκου. Ακολούθως, σημειώθηκε τάση υποχώρησης, ιδίως μετά το 2012, με τη συμμετοχή τους στη συνολική ποσότητα να διαμορφώνεται το 2016 σε μόλις 4,8%. Το 2017 καταγράφηκε άνοδος της εισαγόμενης ποσότητας, καθώς λειτουργούν λιγότερες παραγωγικές μονάδες, με αποτέλεσμα το ποσοστό των εισαγωγών να αυξηθεί στο 6,7% επί του συνόλου.
Το υπόλοιπο 93,3% προέρχεται από εγχώριες μονάδες που επεξεργάζονται έλαια.
Ο συνολικός Κύκλος Εργασιών των δέκα μεγαλύτερων επιχειρήσεων παραγωγής και εμπορίας βιοντίζελ της χώρας υποχώρησε οριακά στα 195,28 εκατ ευρώ το 2015, μετά την ανοδική πορεία των προηγούμενων ετών.
Οι 9 από τις 10 εταιρείες είχαν λειτουργικά κέρδη, με πέντε από αυτές να καταγράφουν βελτίωση και τρεις πτώση των αποτελεσμάτων τους.
Οι εγχώριες εταιρείες παραγωγής βιοντίζελ διαθέτουν υψηλό παραγωγικό δυναμικό, το οποίο όμως αξιοποιείται σε περιορισμένο βαθμό. Συγκεκριμένα, ενώ η εγκατεστημένη παραγωγική δυναμικότητα διαμορφώνεται στο υψηλό επίπεδο των 680.000 τόνων, η ετήσια παραγωγή δεν υπερβαίνει τους 120.000 τόνους βιοντίζελ το χρόνο. Οι εισαγωγές ανέρχονται σε 20.000 τόνους και συνολικά η διείσδυση των βιοκαυσίμων στην εγχώρια αγορά παραμένει κάτω από τους στόχους που έχει θέσει η ΕΕ.
Μία από τις βασικές αιτίες για την υστέρηση αυτή είναι οι επαναλαμβανόμενες καθυστερήσεις σχετικά με την έκδοση των προσκλήσεων και των αποφάσεων κατανομής βιοντίζελ, με συνέπεια ο εφοδιασμός να γίνεται είτε βάσει των κατανομών του προηγούμενου έτους, είτε με μια άτυπη προσωρινή ποσόστωση. Επιπλέον, ορισμένες εταιρίες αδυνατούν να ολοκληρώσουν έγκαιρα τις παραδόσεις τους προς τα διυλιστήρια.
Επίσης, δεν υφίσταται αποτελεσματικός έλεγχος αναφορικά με την υποχρέωση ανάμιξης βιοντίζελ με το πετρέλαιο κίνησης. ‘Ετσι, στην αγορά διατίθενται ποσότητες πετρελαίου κίνησης χωρίς να περιέχουν βιοντίζελ, με αποτέλεσμα να προκύπτει και αθέμιτος ανταγωνισμός σε βάρος των ομίλων διύλισης, οι οποίοι επωμίζονται το αυξημένο κόστος ανάμιξης.