Εξακολουθούν να αποκλίνουν από τις ευρωπαϊκές επιδόσεις σε όλους τους επιμέρους δείκτες μεγέθους και αποδοτικότητας οι ΜμΕ, αν και συνεισφέρουν στο 87% της μισθωτής απασχόλησης. Ο ΣΕΒ εκφράζει την ανησυχία του, εκτιμώντας ότι η επιδιωκόμενη ανάπτυξη, προϋποθέτει την κινητοποίηση όλων των υγειών παραγωγικών δυνάμεων της χώρας και οι μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις είναι εκ των πραγμάτων σημαντικός πυλώνας της διαδικασίας αυτής. Όπως προκύπτει από σχετική μελέτη του Συνδέσμου και της ΕΥ, η οποία θα συζητηθεί (Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2018) στο Συνέδριο, με τίτλο: «Οδηγός Ανάπτυξης των ΜμΕ», στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, η ανάγκη για οικονομική και παραγωγική μεγέθυνση των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων (ΜμΕ) στην Ελλάδα προσκρούει, εκτός των συνεπειών της κρίσης, σε διαθρωτικές αδυναμίες τους που προϋπήρχαν και οφείλονται σε πολιτικές, οι οποίες προκαλούν παρατεταμένη καθήλωση σε μικρά μεγέθη. Σχετικές αναφορές έκανε και ο Κωνσταντίνος Μπίτσιος, Εκτελεστικός Αντιπρόεδρος του ΣΕΒ παρουσιάζοντας τη μελέτη.
Συγκεκριμένα, η υστέρηση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων αναλύεται στα εξής:
-Υψηλός κατακερματισμός & επιχειρηματικότητα ανάγκης: Το ποσοστό των πολύ μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι κατά 3,9% υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο ορό (96,9% έναντι 93% επί του συνόλου των επιχειρήσεων). Στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από το μισό του ευρωπαϊκού μέσου όρου (3,1% έναντι 7%). Οι πολύ μικρές είναι κυρίως μονοπρόσωπες ή/και οικογενειακές επιχειρήσεις. Πολύ συχνά, αποτελούν επιχειρηματικότητα ανάγκης λόγω έλλειψης εναλλακτικών, κάτι που συχνά οδηγεί σε έλλειψη πρόθεσης μεγέθυνσης, σε αντίθεση με την Ε.Ε.
-Χαμηλός αριθμός απασχολούμενων ανά επιχείρηση. Ενδεικτικά, στην Ελλάδα, η μεσαία επιχείρηση δημιουργεί μόλις 94 (μ.ο.) θέσεις εργασίας, 9 λιγότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η απόσταση μεγαλώνει όσο μικραίνει το εταιρικό μέγεθος. Η εικόνα προϋπάρχει της κρίσης (2008).
-Χαμηλή προστιθέμενή αξία. Στο 1/3 του μέσου όρου της Ε.Ε., η προστιθέμενη αξία ανά επιχείρηση στην Ελλάδα.
-Χαμηλή παραγωγικότητα, γεγονός που αναδεικνύει την περιορισμένη συνεισφορά στην οικονομική ανάπτυξη. Η παραγωγικότητα των πολύ μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα υπολογίζεται σε μόλις 40% της Ε.Ε. (€14.000 ευρώ έναντι €35.000 ευρώ ανά εργαζόμενο). Σε αντίθεση, η παραγωγικότητα των μικρών φτάνει το 65% της Ε.Ε. και των μεσαίων το 75% της Ε.Ε. Συνολικά, είναι μόλις στο 50% του μ.ο. της Ε.Ε.
-Περιορισμένες εξαγωγές & λίγες εξαγωγικές επιχειρήσεις. Εξάγουν, έστω και περιστασιακά, μόλις 17.460 πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (2,5% του συνόλου). Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα βρίσκονται πιο κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο (στο 70% και 78% του ευρωπαϊκού μέσου οι εξαγωγές επί των πωλήσεων). Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, υστερούν σημαντικά (στο 42% του ευρωπαϊκού μέσου όρου).
-Αποκομμένες εξαγωγές από διεθνείς παραγωγικές αλυσίδες. Οι πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις δεν συμμετέχουν ενεργά σε διεθνή παραγωγικά δίκτυα. Από τις 17.460 εξαγωγικές, οι μισές περίπου (1,24% του συνόλου) εξάγουν σε χονδρικό και λιανικό εμπόριο, οι 5.700 (0,8% του συνόλου) στη μεταποίηση και οι υπόλοιπες σε γεωργία, κατασκευές, υπηρεσίες, κτλ.
-Στασιμότητα, έλλειψη δυναμικής και απουσία νέων προσπαθειών, όπως αποτυπώνεται από την ηλικία της μέσης επιχείρησης. Μόλις 25% των ελληνικών επιχειρήσεων είναι ηλικίας κάτω των 3 ετών, έναντι 43% στην Ιρλανδία. Σχεδόν το 50% των επιχειρήσεων που λειτουργούν στην Ελλάδα είναι γηραιότερες των 10 ετών, με αυτές άνω των 6 ετών να φτάνουν το 60%.
-Χωρίς προοπτική μεγέθυνσης, ακόμα και πριν την κρίση. Επιχειρηματίες αρχικών σταδίων, το 2015, δήλωσαν κατά 87% πως δεν προτίθενται να προσλάβουν περισσότερους από 5 εργαζόμενους την επόμενη πενταετία (έρευνα GEM). Η τάση προϋπήρχε της κρίσης (71% το 2006). Στην Ελλάδα, μόλις το 4,1% εκτιμά ότι θα είναι σε θέση να συνεισφέρει περισσότερες από 10 θέσεις απασχόλησης, ενώ, σε χώρες της Ε.Ε., το ποσοστό κυμαίνεται στο 15%.
Ο ΣΕΒ προτείνει στόχους και προτεραιότητες, στο πλαίσιο ενός Συμφώνου για τις Μεσαίες και Μικρές Επιχειρήσεις (ΜμΕ) προκειμένου να γίνει πράξη η μετάβαση από τις «πολιτικές για το μικρό μέγεθος» που συνεχίζει να εφαρμόζει η Ελλάδα, σε «πολιτικές μεγέθυνσης» ανάλογες των ευρωπαϊκών πρακτικών. Με βάση την διεθνή εμπειρία, οι πολιτικές μεγέθυνσης διασφαλίζουν καλύτερα την επιβίωση και προσφέρουν υψηλότερους ρυθμούς και ανάπτυξης των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων.
Το δεύτερο μέρος της μελέτης ΣΕΒ-ΕΥ εντοπίζει τις δοκιμασμένες παρεμβάσεις και το μείγμα πολιτικής από τη διεθνή εμπειρία με βασική επιδίωξη την παραγωγική μεγέθυνση. Το Σύμφωνο για τις Μεσαίες και Μικρές Επιχειρήσεις (ΜμΕ) έχει κεντρικό στόχο τη δημιουργία 8.000 περισσότερων μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων μέχρι το 2025. Ο ρεαλιστικός αυτός στόχος αντιπροσωπεύει μια συντηρητική αύξηση των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων κατά μόλις 2% (από το 3% σήμερα στο 5% και έναντι 7% της Ε.Ε. επί του συνόλου των επιχειρήσεων).
Η υιοθέτηση του Συμφώνου μπορεί και πρέπει να γίνει, κατά τον Σύνδεσμο, με ευρεία συναίνεση, να υπηρετείται με συνέπεια ανεξαρτήτως των εκάστοτε κύκλων διακυβέρνησης και με περιοδική αξιολόγηση. Στο συνέδριο που διοργανώνει ο ΣΕΒ θα συζητηθούν οι ευρωπαϊκές και διεθνείς πρακτικές και οι διαδρομές προς την επίτευξη του στόχου της δημιουργίας 8.000 περισσότερων μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων που θα προσθέσουν €7,7δις στο ΑΕΠ (+4%) και 100.000 δουλειές (καθαρή αύξηση 6%) έως το 2025.»
Ο Κωνσταντίνος Μαραγκός, Ταμίας του Δ.Σ. του ΣΕΒ σημείωσε: «Έχουμε αναγνωρίσει τις κρίσιμες διαδρομές που επιταχύνουν την παραγωγική μεγέθυνση των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων (ΜμΕ). Η βελτίωση των εξαγωγών των ΜμΕ κυρίως σε διεθνή παραγωγικά δίκτυα κατά 10% μεταφράζεται σε συνολική αύξηση των εξαγωγών κατά περίπου €6 δισ., ενώ πολιτικές που αυξάνουν την παραγωγικότητα των ΜμΕ κατά μόλις 10% προσθέτουν €4,3δισ. στο ΑΕΠ (+2,3%). Επίσης, μια συντηρητική αναπροσαρμογή του μείγματος με 1.400 περισσότερες ΜμΕ γνώσης και τεχνολογίας στη μεταποίηση προσθέτει €4,2δισ. στο ΑΕΠ (+2,3%). Τέλος, η μείωση του κόστους συμμόρφωσης των ΜμΕ κατά 50% (σήμερα έως και 6πλάσιο χωρών της ΕΕ) μέσα από την πάταξη του αθέμιτου ανταγωνισμού, τη μείωση της γραφειοκρατίας, την απλούστευση του πτωχευτικού δικαίου και τη δεύτερη ευκαιρία, και τις απλές και σταθερές φορολογικές διαδικασίες, κ.τλ, έχει προφανές όφελος στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Είναι ευθύνη όλων όσων ασχολούνται με την μεσαία και μικρή επιχειρηματικότητα είτε ως επιχειρηματίες, είτε ως διαμορφωτές πολιτικής, είτε ως πολιτικοί και διοικητικοί παράγοντες να συνεισφέρουμε σε αυτή την κατεύθυνση».