Στην τιτλοποίηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών, την εκχώρηση τους ή την θέση τους ως ενέχυρου για δανεισμό εξετάζει η ΔΕΗ σε συνεργασία με την κοινοπραξία της Qualco, όπως ανέφερε χθες ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας Μανώλης Παναγιωτάκης, στο περιθώριο της έκτακτης γενικής συνέλευσης.
Ο επικεφαλής της ΔΕΗ απέφυγε να δώσει αναλυτικά στοιχεία για το μέγεθος των ληξιπρόθεσμων οφειλών, άφησε όμως να εννοηθεί ότι η εισπραξιμότητα των οφειλών είναι το ζήτημα που απασχολεί σοβαρά την εταιρία. ‘Αλλωστε η εισπραξιμότητα είναι αυτή που θα κρίνει και τη τιμολογιακή πολιτική στο μέλλον, καθώς όπως είπε "Τα πάντα θα εξρτηθούν από την εισπραξιμότητα, η οποία θα πάει καλά οπότε δεν θα χρειαστεί να πειράξουμε τις εκπτώσεις για τους συνεπείς καταναλωτές”.
Ας σημειωθεί ότι στα οικονομικά αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου 2018 η ΔΕΗ, για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια, δεν έλαβε καμία πρόβλεψη για επισφάλειες από κόκκινους λογαριασμούς- η σχετική εγγραφή ήταν μηδέν-, πράγμα που της επέτρεψε ως ένα βαθμό να βελτιώσει και την εικόνα των αποτελεσμάτων.
‘Οπως δήλωσε ο κ.Παναγιωτάκης η Qualco έχει προχωρήσει πολύ στην επεξεργασία των στοιχείων των οφειλετών μέσω των πληροφοριακών της συστημάτων και ήδη έχει ξεκινήσει η διαδικασία ειδοποίησης δεκάδων χιλιάδων πελατών για να εξοφλήσουν τους λογαριασμούς τους.
Ταυτόχρονα και η ΔΕΗ αυστηροποιεί τη στάση της προς τους οφειλέτες, πράγμα που φάνηκε και στους πρόσφατους χειρισμούς της για τα χρέη των οργανισμών εγγείων βελτιώσεων, τους οποίους απείλησε με διακοπή της παροχής ηλεκτρισμού προκειμένου να εξοφλήσουν ή να διακανονίσουν τα χρέη.
Τέλος, σοβαρό παραμένει το πρόβλημα των λεγόμενων τελικών πελατών, καθώς έχουν εντοπιστεί περί τους 600.000 καταναλωτές με συνολικό χρέος της τάξης των 800 εκατ. ευρώ, οι οποίοι είτε έχουν διακόψει δραστηριότητα έτους, είτε συνεχίζουν δραστηριότητα αλλά με διαφορετικό ΑΦΜ, προκειμένου να αποφύγουν την πληρωμή των οφειλών τους προς τη ΔΕΗ.
Για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση, η ΔΕΗ ζήτησε από τη ΡΑΕ να απαγορευτεί η ηλεκτροδότησή τους ακόμη και με το νέο ΑΦΜ εφόσον αποδεικνύεται ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο.