Eκτός των νέων μηχανισμών επάρκειας ισχύος της αγοράς ηλεκτρισμού κινδυνεύουν να μείνουν οι περισσότερες λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ, καθώς την ίδια ώρα που η εταιρία ζητεί τα περίφημα “λιγνιτικά ΑΔΙ”, η ΕΕ διαπραγματεύεται την αναμόρφωση όλου του μηχανισμού, κατά τρόπο που οι πιο ρυπογόνες μονάδες να μένουν εκτός συστήματος.
Η μεταρρύθμιση του “μηχανισμού επάρκειας ισχύος”, ενός συστήματος αποζημίωσης των μονάδων παραγωγής στη χονδρική αγορά, φαίνεται ότι εξαιρεί, με βάση τις μέχρι στιγμής πληροφορίες, από τη δυνατότητα κρατικής ενίσχυσης τις μονάδες εκείνες που εκπέμπουν περισσότερο από 550 γραμμάρια διοξειδίου του άνθρακα ανά κιλοβατώρα, ένα μέτρο, που αν τελικά υιοθετηθεί θα θέσει εκτός μηχανισμών αποζημίωσης τις μονάδες άνθρακα καθώς και αρκετές από τις παλαιές και μη αποτελεσματικές μονάδες φυσικού αερίου στην ΕΕ
Οι λεπτομέρειες για τη μεταρρύθμιση της αγοράς επάρκειας ισχύος βρίσκονται ακόμα υπό συζήτηση στην ΕΕ με την τελική συμφωνία να αναμένεται προς το τέλος του χρόνου, τον Νοέμβριο ή τον Δεκέμβριο.
Με βάση το πλαίσιο που συζητείται σήμερα, ακόμα και αν δεν απαγορευτούν οι αποζημιώσεις επάρκειας ισχύος για τις μονάδες αυτές, τα χορηγούμενα ποσά θα αρχίσουν να μειώνονται κάθε χρόνο από το 2025 και μετά και ενδεχομένως να τερματιστούν το 2030, εκτιμούν οι περισσότεροι αναλυτές, προσθέτοντας ότι στο τέλος τα μέτρα που θα ληφθούν θα είναι ακόμα πιο αυστηρά, δεδομένου ότι στόχος της πολιτικής της ΕΕ είναι η απόσυρση των ανθρακικών μονάδων.
Εξάλλου, ούτως ή άλλως, οι αποζημιώσεις για την επάρκεια ισχύος πέραν του 2030 είναι εξαιρετικά αβέβαιες, καθώς κανείς δεν γνωρίζει αν θα συνεχίσουν να ισχύουν τα μέτρα αυτά, πράγμα που επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τις επενδυτικές αποφάσεις για την κατασκευή νέων λιθανθρακικών μονάδων ή την εξαγορά παλαιών.
Ενδεικτιή είναι η περίπτωση του πρότζεκτ Ostroleka C της Πολωνίας, του συχνά αποκαλούμενου και ως τελευταίου ανθρακικού σταθμού της χώρας, καθώς σύμφωνα με μελέτη του Carbon Tracker, οι επενδυτές στο έργο αυτό θα μπορούσαν να χάσουν περί τα 1,7 δισ. ευρώ σε λίγα χρόνια, καθώς η εξάλειψη των κρατικών ενισχύσεων στις ανθρακικές μονάδες, θα καταστήσει τον σταθμό ζημιογόνο.
Και όλα αυτά, παρότι που η Πολωνία έχει ήδη καταφέρει να αμβλύνει τις συνέπειες της μεταρρύθμισης στην αγορά ηλεκτρισμού, εξασφαλίζοντας διάφορες μεταβατικές ρυθμίσεις και τροποποιήσεις , όσον αφορά στο χρονοδιάγραμμα εξάλειψης των κρατικών ενισχύσεων, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που είχε με την ΕΕ, τον Δεκέμβριο του 2017. Μάλιστα η Βαρσοβία έχει προβάλει το συγκεκριμένο έργο σαν απολύτως απαραίτητο για τη διασφάλιση της ενεργειακής επάρκειας της χώρας και σαν αναγκαίο στήριγμα για την ανάπτυξη των ΑΠΕ, που θα αντικαταστήσουν εν μέρει διάφορα παλαιά και αναποτελεσματικά ανθρακικά εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής, τα οποία θα πρέπει να αποσυρθούν το 2020.
Ας σημειωθεί ότι το υπουργείο Περιβάλλοντος- Ενέργειας μόλις πρόσφατα ξεκίνησε τη διαβούλευση με την ΕΕ για έναν μηχανισμό επάρκειας ισχύος που θα περιλαμβάνει και τις λιγντικές μονάδες, μετά από αίτημα του προέδρου και διευθύντος συμβούλου της ΔΕΗ Μανώλη Παναγιωτάκη σε μία προσπάθεια προσέλκυσης επενδυτικού ενδιαφέροντος και ενός ικανοποιητικού τιμήματος για τις υπό πώληση λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ στη Φλώρινα και τη Μεγαλόπολη. ‘Αλλωστε η ΔΕΗ έχει υπό κατασκευή και έναν νέο λιγντικό σταθμό στην Πτολεμαϊδα, ισχύος άνω των 800 MW
Ακόμα και επενδυτές που έδωσαν το παρών στην πρώτη φάση του διαγωνισμού για την λιγντική αποεπένδυση δεν έκρυψαν τις ανησυχίες τους για τις προοπτικές των μονάδων αυτών, με βάση την πολιτική της ΕΕ και τη συνεχώς αυξανόμενη τιμή των ρύπων, που ήδη έφθασε τα 21 ευρώ/ MWh, επιβαρύνοντας κατά πολύ το κόστος της λιγντικής μεγαβατώρας.
‘Οσο για την ανταπόκριση των Βρυξελλών σε σχέση με το ελληνικό αίτημα για τα “λιγνιτικά ΑΔΙ” δεν φαίνεται θετική προς το παρόν τουλάχιστον, καθώς επίσημη απάντηση μέχρι τώρα δεν υπάρχει. Αλλά και όταν υπάρξει, ακόμα και αν αφήνει το περιθώριο, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα συνοδεύεται με πρόσθετες απαιτήσεις όσον αφορά στην απόσυρση άλλων λιγνιτικών μονάδων.