Tριβές μεταξύ της κυβέρνησης και του ΤΑΙΠΕΔ φαίνεται ότι προκαλεί η πρόσφατη γνωμοδότηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς περί υποχρέωσης του επενδυτή που θα εξαγοράσει το 50,1% των μετοχών των ΕΛΠΕ να υποβάλει δημόσια προσφορά για τις υπόλοιπες μετοχές της εταιρείας, που βρίσκονται σε διασπορά.
Αν και ακόμα δεν έχει γίνει γνωστή η αντίδραση των δύο διεκδικητών των ΕΛΠΕ, τη Glencore και τη Vitol, των δύο κορυφαίων διεθνών traders πετρελαιοειδών, κύκλοι του ΤΑΙΠΕΔ εκτιμούν ότι η υποχρέωση δημόσιας προσφοράς προσθέτει ένα σοβαρό εμπόδιο στην ιδιωτικοποίηση του ομίλου, καθώς αυξάνει σημαντικά το κόστος του εγχειρήματος. Υπογράμμιζαν δε με νόημα ότι η γνωμοδότηση της ΕΚ ήλθε μόλις λίγες ημέρες μετά την αναφορά που κατέθεσε στην Επιτροπή το Σωματείο των εργαζόμενων στα ΕΛΠΕ για τη διαδικασία αποκρατικοποίησης και την προστασία των δικαιωμάτων των μικρομετόχων.
Η μετοχή των ΕΛΠΕ στο ΧΑ έχανε χθες λίγο πριν το κλείσιμο 2,57% έχοντας υποχωρήσει στα 7,2 ευρώ από 7,39 ευρώ στη λήξη της συνεδρίασης της Δευτέρας.
Κύκλοι της αγοράς τείνουν να συνδέσουν τις εξελίξεις με τις αντιδράσεις εντός και εκτός κυβέρνησης στην πώληση των ΕΛΠΕ και τις επίμονες φήμες που έχουν κυκλοφορήσει σχεδόν από την αρχή της διαδικασίας ότι η εν λόγω ιδιωτικοποίηση δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί.
«Αν για παράδειγμα το κόστος της εξαγοράς του 50,1% των μετοχών ήταν 1,5 δις. ευρώ, τώρα ο αγοραστής μπορεί να χρειαστεί να καταβάλει επιπλέον 800 εκατ. ευρώ για το υπόλοιπο 20% των μετοχών της εταιρίας που βρίσκονται στη διασπορά, δεδομένου ότι οι δύο βασικοί μέτοχοι, το δημόσιο και ο όμιλος Λάτση έχουν δηλώσει ότι θέλουν να διακρατήσουν ένα ποσοστό γύρω στο 15% ο καθένας από το αρχικό τους μερίδιο” ανέφερε χαρακτηριστικά παράγων της αγοράς.
Ταυτόχρονα πάντως υπογραμμίζουν και τη διατύπωση της προκήρυξης του ΤΑΙΠΕΔ, περί πώλησης του “τουλάχιστον 50,1%” των μετοχών, μίας διατύπωσης που αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο εξαγοράς μεγαλύτερου ποσοστού.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι μέχρι σήμερα το ΤΑΙΠΕΔ δεν θεωρούσε ότι υπάρχει η εν λόγω υποχρέωση λόγω της δυνατότητας εξαίρεσης που προβλέπει ο σχετικός νόμος για τις υπό αποκρατικοποίηση εταιρίες. Μάλιστα δύο νομικά γραφεία στα οποία είχαν απευθυνθεί οι πωλητές είχαν γνωμοδοτήσει υπέρ της άποψης αυτής. Ωστόσο στην περίπτωση των ΕΛΠΕ, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έκρινε διαφορετικά, με βασικό επιχείρημα ότι πωλητής της εισηγμένης εταιρίας δεν είναι μόνον το δημόσιο αλλά και ο ιδιώτης βασικός μέτοχος.
Ας σημειωθεί ότι ο σχετικός νόμος, ο οποίος έχει καταρτιστεί σε εφαρμογή ευρωπαϊκής οδηγίας, προβλέπει ότι, «κάθε πρόσωπο που αποκτά καθ’ οιονδήποτε τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, απευθείας ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό του ή συντονισμένα με αυτό, κινητές αξίες και, λόγω αυτής της απόκτησης, το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει αυτό το πρόσωπο, άμεσα ή έμμεσα, απευθείας ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό του ή συντονισμένα με αυτό, υπερβαίνει το όριο του ενός τρίτου (1/3) του συνόλου των δικαιωμάτων ψήφου της υπό εξαγορά εταιρείας, υποχρεούται εντός είκοσι (20) ημερών από αυτήν την απόκτηση να απευθύνει υποχρεωτική δημόσια πρόταση για το σύνολο των κινητών αξιών τής υπό εξαγορά εταιρείας, καταβάλλοντας δίκαιο και εύλογο αντάλλαγμα». Αναφέρει όμως και ότι από την υποχρέωση αυτή εξαιρείται η διαδικασία αποκρατικοποίησης της υπό εξαγορά εταιρίας.
Αβέβαιο είναι ακόμα αν με ειδική νομοθετική ρύθμιση θα μπορούσε να ξεπεραστεί η συγκεκριμένη νομική εμπλοκή, δεδομένων των αντιδράσεων που θα μπορούσε να προκαλέσει αυτή η εκ των υστέρων, παρέμβαση. Ας σημειωθεί ότι για το συγκεκριμένο θέμα οι εργαζόμενοι στα ΕΛΠΕ έχουν καταθέσει αναφορά τόσο στο Ευρωπαικό Κοινοβούλο όσο και στις αρμόδιες εποπτικές αρχές του Χρηματιστηρίου του Λονδίνου, όπου επίσης διαπραγματεύονται οι μετοχές των ΕΛΠΕ.
Απο την άλλη πλευρά η κυβέρνηση δεν έχει κρύψει μέχρι σήμερα ότι θα προτιμούσε ως αγοραστή μία καθετοποιημένη πετρελαϊκή εταιρία, με δραστηριότητα στη διύλιση. Τέτοια όμως εταιρία δεν εξεδήλωσε ενδιαφέρον στον διαγωνισμό, ούτε εμφανίστηκε στο μεσοδιάστημα προκειμένου να συμπράξει με κάποιον εκ των δύο υποψηφίων, εξέλιξη που επίσης έδειχναν να ενθαρρύνουν τόσο το ΤΑΙΠΕΔ όσο και η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος - Ενέργειας.