Καλύτερο δεύτερο εξάμηνο στον τομέα Ηλεκτρισμού και Αερίου για τον όμιλο Μυτιληναίου και πιο ευνοϊκές προοπτικές για το 2019 και το 2020 προβλέπουν οι αναλυτές της Eurobank Equities, στο τελευταίο τους report για τον όμιλο.
Eιδικότερα όσον αφορά στον τομέα ηλεκτρικής ενέργειας και αερίου του ομίλου, η Eurobank Εquities, εκτιμά ότι η επανεισαγωγή του μηχανισμού ευελιξίας, ακόμα και η αύξηση του κόστους των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων είναι παράγοντες που θα λειτουργήσουν ενισχυτικά στα αποτελέσματα του δεύτερου εξαμήνου 2018.
Όπως επισημαίνει η έκθεση, η εκτόξευση της τιμής των ρύπων πάνω από τα 20 ευρώ/τόνο CO 2, έναντι μίας μέσης τιμής της τάξης των 6 ευρώ/τόνο διοξειδίου του άνθρακα το 2017, θα επιβαρύνει τις λιγνιτικές μονάδες παραγωγής , καθιστώντας πιο ανταγωνιστικές τις ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες με φυσικό αέριο, παρά την ελαφρά αύξηση στο κόστος του αερίου.
Οι υψηλές τιμές των ρύπων δημιουργούν εξάλλου ευνοϊκές συνθήκες εν όψει της κατασκευής από τον όμιλο Μυτιληναίου της νέας μονάδας ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο, ισχύος 665 MW, η οποία έλαβε πρόσφατα το πράσινο φως από τη ΡΑΕ. Η έκδοση των απαραίτητων αδειών εγκατάστασης, καθώς και των περιβαλλοντικών αδειών αναμένεται να ολοκληρωθεί μέσα στους επόμενους 12 μήνες. Στόχος του ομίλου είναι η νέα μονάδα να τεθεί σε εμπορική λειτουργία στις αρχές του 2022. Η κατασκευή της μπορεί να ολοκληρωθεί σε διάστημα 24 μηνών και ο προϋπολογισμός του έργου ανέρχεται σε περίπου 300 εκατ. ευρώ.
Οι αναλυτές της Eurobank θεωρούν ότι χάρη στις τεχνολογικές εξελίξεις των τελευταίων χρόνων, η νέα μονάδα θα είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική και θα μπορέσει να ξεπεράσει ακόμα και τις πιο αποτελεσματικές λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ, κερδίζοντας έτσι προτεραιότητα στο σύστημα.
“Κατά την άποψή μας η στρατηγική απόφαση του ομίλου Μυτιληναίου να ενισχύσει τη θέση του και να αυξήσει το μερίδιο του στην παραγωγή ηλεκτρισμού βελτιώνει την αξία του ομίλου, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη το ευνοϊκό λειτουργικό περιβάλλον που δημιουργείται με την άνοδο των τιμών των ρύπων, που εκ των πραγμάτων καθιστούν λιγότερο ανταγωνιστικές τις λιγνιτικές μονάδες”, αναφέρει η έκθεση.
Ξεχωριστή αναφορά η Eurobank κάνει και στον μηχανισμό ευελιξίας, ένα σύστημα αποζημίωσης των μονάδων ηλεκτρισμού στη χονδρική αγορά, το οποίο, αν και με διαφορές σε σχέση με το παρελθόν και χαμηλότερες τιμές, επανέρχεται και πάλι στην αγορά. Ο παλαιότερος, ανάλογος, μηχανισμός είχε καταργηθεί από τον Απρίλιο του 2017, αφήνοντας χωρίς αποζημίωση τις μονάδες, πράγμα που επηρέασε αρνητικά τα αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου.
Ο νέος μηχανισμός, που τίθεται σύντομα σε εφαρμογή, προβλέπει δημοπρασίες ευέλικτης ισχύος με πλαφόν τα 39.000 ευρω ανά εγκατεστημένο μεγαβάτ ετησίως και αναμένεται να βελτιώσει τις λειτουργικές επιδόσεις του τομέα Ηλεκτρισμού και Αερίου του ομίλου. Οι αναλυτές της Eurobank υπογραμμίζουν πάντως ότι υιοθετούν μία συντηρητική προσέγγιση για το θέμα αυτό, λόγω του αυξημένου ανταγωνισμού που αναμένεται να εκδηλωθεί στις δημοπρασίες ευέλικτης ισχύος.
Η απουσία του μηχανισμού αυτού πάντως το προηγούμενο χρονικό διάστημα σε συνδυασμό με τη μειωμένη ζήτηση ηλεκτρισμού το πρώτο εξάμηνο του έτους, λόγω των ήπιων καιρικών συνθηκών και την αυξημένη υδροηλεκτρική παραγωγή της ΔΕΗ, που είχε ως αποτέλεσμα να συγκρατηθεί η Οριακή Τιμή του Συστήματος, ήταν από τους βασικούς παράγοντες που επηρέασαν αρνητικά τα αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου.
Συνολικά η Eurobank Equities στην ανάλυσή της τονίζει ότι για το 2018 αφήνει στα ίδια επίπεδα τις προβλέψεις για τις πωλήσεις του τομέα Ηλεκτρισμού και Αερίου και μειώνει λίγο τις προβλέψεις για το EBITDA 2018, καθώς ο νέος μηχανισμός αποζημίωσης στη χονδρική αγορά δεν θα έχει αναδρομική ισχύ. Ωστόσο είναι πολύ πιο αισιόδοξη για το μέλλον και συγκεκριμένα για τις χρονιές 2019 και 2020, εκτιμώντας ότι το μερίδιο αγοράς θα αυξηθεί στο 5-6% από 3-4% προηγουμένως, πράγμα που θα οδηγήσει και σε αύξηση των πωλήσεων.