Τον τετραγωνισμό του κύκλου επιχειρεί ο υπουργός Περιβάλλοντος- Ενέργειας Γιώργος Σταθάκης, προκειμένου να μην αυξηθούν τα τιμολόγια ρεύματος μέσα στην προεκλογική περίοδο, παρά τις αυξητικές πιέσεις στο κόστος της ΔΕΗ, εξ αιτίας της εκτόξευσης της τιμής των ρύπων αλλά και της ανόδου των τιμών ηλεκτρισμού στη χονδρική.
Κύκλοι της αγοράς εκτιμούν πως το κόστος της ΔΕΗ έχει επιβαρυνθεί κατά 15 ευρώ/Mwh, εξ αιτίας των δύο αυτών παραγόντων και θεωρούν ότι όσο δεν αυξάνει τα τιμολόγιά της, οι απώλειές της μπορεί να φθάσουν ακόμα και στα 425 εκατ. ευρώ το χρόνο!.
Εν τω μεταξύ χθες ο υπουργός, με δηλώσεις του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ προανήγγειλε την κατάργηση δύο χρεώσεων στη χονδρική αγορά από 1/1/2019, που θα δώσουν ανάσα στους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας και βέβαια στη ΔΕΗ, που είναι και ο μεγαλύτερος προμηθευτής.
Πρόκειται για την κατάργηση του ΠΧΕΦΕΛ, της ειδικής χρέωσης που πληρώνουν όλοι οι προμηθευτές υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού των ΑΠΕ και της κατάργησης του λιγνιτικού τέλους, ύψους 2 ευρώ/MWh που πληρώνουν οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ, επίσης υπέρ του λογαριασμού ΑΠΕ.
Ας σημειωθεί ότι η κατάργηση του λιγνιτικού τέλους αποτελούσε και ένα από τα αιτήματα των υποψήφιων επενδυτών για τις 3 λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ, σε Φλώρινα και Μεγαλόπολη.
Οι δύο χρεώσεις είχαν επιβληθεί για να καλυφθεί το μεγάλο έλλειμμα του Ειδικού Λογαρισμού ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ), το οποίο από πέρυσι έχει γυρίσει σε πλεόνασμα. Μάλιστα, η εξάλειψη του ΠΧΕΦΕΛ αποτελεί και μνημονιακή υποχρέωση: Mε βάση το τελευταίο πρόγραμμα που συμφωνήθηκε με τους θεσμούς, το ΠΧΕΦΕΛ έπρεπε να καταργηθεί από 1/1/2020 και τώρα με την απόφαση Σταθάκη η κατάργηση τίθεται σε ισχύ ένα χρόνο νωρίτερα.
Η άρση των δύο χρεώσεων έγινε εφικτή εξ αιτίας της πολύ μεγάλης ανόδου της τιμής των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων, από τον Φεβρουάριο- Μάρτιο του 2018, μία άνοδος που αναμένεται να συνεχιστεί. Τα έσοδα από τις πωλήσεις δικαιωμάτων ρύπων αποτελούν τον κύριο πόρο του ΕΛΑΠΕ,
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς η απότομη αύξηση των τιμών του CO2 είχε ως αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί σημαντικά η ΔΕΗ, που είναι και η πιο ρυπογόνος εταιρία παραγωγής ηλεκτρισμού. Οι τιμές του CO 2, τον Σεπτέμβριο ξεπεράσαν τα 25 ευρώ/τόνο CO 2- η υψηλότερη τιμή για το 2018 ως τώρα-, ενώ η μέση τιμή των δικαιωμάτων το 2017 μόλις που ξεπερνούσε τα 5 ευρώ/ τόνο CO 2.
Eίναι χαρακτηριστικό ότι στα μόνα τιμολόγια με διακριτή χρέωση των ρύπων, που είναι τα τιμολόγια της βιομηχανίας στην Υψηλή Τάση, η ΔΕΗ από 1/6/2018 χρεώνει τους ρύπους 15 ευρώ/ MWh έναντι 3 ευρώ/ MWh το 2017, μία αύξηση που οδηγεί στην επιβάρυνση των βιομηχανικών τιμολογίων ΥΤ, ως σύνολο, κατά 15%. Ας σημειωθεί ότι η βιομηχανία στην ΥΤ παίρνει αντιστάθμιση για ένα μέρος του κόστους αυτού.
Όλα τα υπόλοιπα τιμολόγια της ΔΕΗ όμως, που αποτελούν και το μεγάλο όγκο της πελατείας της, πάνω από το 80%, δεν έχουν αυξηθεί, πράγμα που σημαίνει ότι η ΔΕΗ απορροφά το κόστος αυτό. Εξ΄ού και η συζήτηση που έχει ξεκινήσει τελευταία, με πρωτοβουλία μάλιστα του ίδιου του υπουργού κ. Σταθάκη, για την εφαρμογή ρήτρας ρύπων στα τιμολόγια της ΔΕΗ, προκειμένου το κόστος του CO 2 να μετακυλίεται σε όλους τους καταναλωτές, νοικοκυριά και επαγγελματίες. Τώρα, αν μετά την κατάργηση του ΠΧΕΦΕΛ και του τέλους λιγνίτη που αποδίδει η ΔΕΗ στον ΕΛΑΠΕ, θα χρειαστεί να ισχύσει η ρήτρα CO 2, αυτό είναι ένα ερώτημα που θα απαντηθεί στους αμέσως επόμενους μήνες.
Αλλά δεν είναι μόνον οι ρύποι, που επιβαρύνουν το κόστος. Φέτος και ειδικά τους τελευταίους μήνες έχουν αυξηθεί αισθητά και οι τιμές στη χονδρική αγορά, τάση που παρατηρείται σε όλη την Ευρώπη, κυρίως εξ’ αιτίας της ανόδου των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Η Οριακή Τιμή Συστήματος (ΟΤΣ), που αποτυπώνει τις τιμές χονδρικής, αυξήθηκε από 54,6 ευρώ/MWh κατά μέσον όρο το 2017 στα 65 ευρώ/Mwh, κατά μέσον όρο στο χρονικό διάστημα από 1/6 έως 20/10/ 2018. Δεδομένου ότι η έκθεση της ΔΕΗ στην ΟΤΣ φθάνει στο 30% των πωλήσεων της, το κόστος της επιβαρύνεται κατά 3 Ευρω/Μwh ως προς το 2017.
Συνολικά, δηλαδή, το κόστος έχει αυξηθεί, σε σχέση με το 2017, κατά 15 ευρώ/mwh, εκ των οποίων τα 12 ευρώ προέρχονται από τους ρύπους και τα 3 ευρώ από τη χονδρική αγορά.
Μέχρι στιγμής, η μόνη κατηγορία πελατών από τους οποίους η ΔΕΗ έχει ζητήσει αύξηση είναι οι βιομηχανίες στην Υψηλή Τάση. Μία αύξηση των τιμολογίων αυτών κατά 10%, όπως επιδιώκει, σύμφωνα με κύκλους της βιομηχανίας, δεν θα απέφερε περισσότερα από ένα ποσό της τάξης των 15 εκατ. ευρώ το χρόνο, ενώ από τους λοιπούς καταναλωτές στη Μέση και τη Χαμηλή Τάση, μία αύξηση που θα κάλυπτε το έξτρα κόστος θα μπορούσε να της αποδώσει περί τα 435 εκατ. ευρώ το χρόνο.
Είναι προφανές ότι μεταξύ του κόστους ρύπων από τη μία πλευρά και της εξάλειψης του ΠΧΕΦΕΛ και του τέλους λιγνίτη από την άλλη, το υπουργείο Περιβάλλοντος - Ενέργειας ψάχνει να βρει τη χρυσή τομή, που θα επιτρέψει να μην ανέβουν προεκλογικά τα τιμολόγια (ή η αύξηση να περιοριστεί στο ελάχιστο ) αλλά και τη διάσωση των οικονομικών της ΔΕΗ.