To στοίχημα της ΔΕΗ και της κυβέρνησης για την πώληση των τριών λιγνιτικών μονάδων κρίνεται, σε ένα πρώτο επίπεδο, σήμερα στις 5 το απόγευμα, οπότε και λήγει η προθεσμία εκδήλωσης ενδιαφέροντος του νέου διαγωνισμού της ΔΕΗ για τη λιγνιτική αποεπένδυση στη Φλώρινα και τη Μεγαλόπολη.
Σήμερα θα φανεί αν θα ευοδωθούν οι προσδοκίες της ηγεσίας της Επιχείρησης για την προσέλευση επενδυτών, όχι μόνον των 5 που είχαν συμμετάσχει στον προηγούμενο διαγωνισμό που ναυάγησε, αλλά και νέων παικτών. Υπενθυμίζεται πως ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Μανώλης Παναγιωτάκης στο μεσοδιάστημα έκανε ένα ταξίδι-αστραπή στην Κίνα και είχε επαφές με την CMEC, την εταιρία με την οποία πριν από περίπου δύο χρόνια είχε υπογράψει μνημόνιο κατανόησης (MOU) για συνεργασία στη μονάδα της Φλώρινας, που ουδέποτε υλοποιήθηκε, αλλά και την άλλη κινεζική , την China Energy η οποία συμμετείχε στην προηγούμενη φάση σε συνεργασία με τον όμιλο Κοπελούζου. Ο ίδιος εξάλλου είχε αποκαλύψει ότι έχει κάνει συζητήσεις για τις τρεις μονάδες με ρωσικές εταιρίες αλλά και με αμερικανικές.
Στον προηγούμενο διαγωνισμό η μόνη προσφορά που κρίθηκε ότι πληροί τους όρους ήταν του ομίλου Μυτιληναίου, που αφορούσε μόνον στο εργοστάσιο της Μελίτης. Τελικά, η προσφορά εκείνη απορρίφθηκε, καθώς κρίθηκε χαμηλό των τίμημα των 25 εκατ. ευρώ. Ο όμιλος δεν αποκλείεται να επανέλθει. Το σχήμα Seven-ΓΕΚ Τερνα είχε καταθέσει μία υπό όρους προσφορά, που δεν έγινε δεκτή, ζητώντας επιμερισμό του ρίσκου με τη ΔΕΗ για κάποια χρόνια αφού πωληθούν οι μονάδες. Θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι αν επιστρέψει στον διαγωνισμό, θα επαναλάβει το αίτημά της, κάτι που έχει ήδη άτυπα παραπεμφθεί στις διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουν την εκδήλωση ενδιαφέροντος, προκειμένου να διαμορφωθεί η Σύμβαση Αγοράς Μετοχών (SPA). Προς το παρόν, η ΔΕΗ φαίνεται πιο δεκτική στο αίτημα, το οποίο είχε απορρίψει την πρώτη φορά, αλλά ως ποιό βαθμό και με τι ακριβώς όρους, αυτό είναι θέμα που θα απασχολήσει τη διαπραγμάτευση. Τέλος το σχήμα China Energy- όμιλος Κοπελούζου είχε στείλει επιστολή, με την οποία ζητούσε να διευθετηθεί η τροφοδοσία της μονάδας της Φλώρινας από το ορυχείο της Αχλάδας, προκειμένου να καταθέσει προσφορά Διαπραγματεύσεις για την αλλαγή των όρων της σύμβασης και κυρίως τη μείωση του τιμήματος από τα 23 ευρώ/τόνο λιγνίτη που αγοράζει ως σήμερα η ΔΕΗ στα 18 ευρώ/τόνο ήδη γίνονται.
Δύο ακόμα εταιρίες, η ΕΛΒΑΛΧΑΛΚΟΡ και η τσεχική Indoverse είχαν δώσει το παρών την προηγούμενη φορά αλλά πολύ νωρίς αποσύρθηκαν από το παιχνίδι.
Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα του νέου διαγωνισμού η ολοκλήρωσή του τοποθετείται στις αρχές Μαίου, ενώ οι διαπραγματεύσεις για το νέο SPA υπολογίζεται να διαρκέσουν περί τον ένα μήνα, ξεκινώντας σχεδόν αμέσως μετά την εκδήλωση ενδιαφέροντος.
Περί τα τέλη Μαρτίου αναμένεται και η απόφαση της ΕΕ για τα λιγνιτικά ΑΔΙ, ένα από τα βασικά “προαπαιτούμενα”, που είχαν θέσει οι υποψήφιοι επενδυτές του προηγούμενου διαγωνισμού.
Η άλλη μεγάλη αβεβαιότητα ωστόσο, αυτή που συνδέεται με την τιμή των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων, είναι πολύ δύσκολο να αρθεί, καθώς η τιμή του CO 2 διαμορφώνεται στο Ευρωπαικό Χρηματιστήριο Ρύπων και παρά τη μικρή διόρθωση που εμφάνισαν οι τιμές πριν λίγες εβδομάδες, τελευταία ακολουθούν και πάλι ανοδική πορεία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2018 η ΔΕΗ πλήρωσε συνολικά 363 εκατ. ευρώ για την αγορά δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων, ενώ το 2017 είχα δαπανήσει 175 εκατ. ευρώ για το CO 2..
Πρόκειται για ένα υπέρογκο ποσό αν συνεκτιμηθεί και το γεγονός ότι η λιγντική ηλεκτροπαραγωγή μειώνεται συνεχώς. Απο μηδενικό το 2009, το κόστος των ρύπων για τη ΔΕΗ ανήλθε σε 29 εκατ ευρώ το 2010, σε 45 εκατ. ευρώ το 2011, σε 100 εκατ. ευρώ το 2012, σε 248 εκατ. ευρώ το 2013, σε 218 εκατ ευρώ το 2014, σε 252 εκατ ευρώ το 2015, και σε 176 εκατ. ευρώ το 2016.
Την ίδια χρονική περίοδο η λιγντική ηλεκτροπαραγωγή μειώθηκε από 30,5 TWh το 2009, σε 19 TWh το 2015, σε 15 TWh το 2016, σε 16 TWh το 2017 και σε 14,9 TWh το 2018. Η συμμετοχή του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα της χώρας θα συνεχίσει να μειώνεται τα επόμενα χρόνια, για να περιοριστεί στις 12 TWh το 2020, στις 10 TWh το 2025 και στις 9,3 TWh το 2030, σύμφωνα τουλάχιστον με το σχέδιο του υπουργείου Περιβάλλοντος- Ενέργειας.