Το 2012, η Γερμανία θέσπισε, με τον νόμο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (EEG του 2012), καθεστώς στήριξης των επιχειρήσεων ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και από αέρια ορυχείων («ηλεκτρική ενέργεια EEG»).
Ο εν λόγω νόμος εξασφάλιζε στους παραγωγούς αυτούς υψηλότερη τιμή από την τιμή αγοράς. Για τη χρηματοδότηση του ως άνω μέτρου στήριξης, ο νόμος προέβλεπε «επιβάρυνση EEG» σε βάρος των προμηθευτών που εφοδιάζουν τους τελικούς πελάτες, η οποία στην πράξη μετακυλιόταν στους πελάτες αυτούς . Ωστόσο, ορισμένες επιχειρήσεις, όπως οι ενεργοβόρες επιχειρήσεις του παραγωγικού τομέα, μπορούσαν να επωφελούνται ανώτατου ορίου της (μετακυλιόμενης) αυτής επιβάρυνσης για να διατηρούν την ανταγωνιστικότητά τους σε διεθνή κλίμακα. Η επιβάρυνση EEG έπρεπε να καταβάλλεται στους διαχειριστές συστημάτων διαπεριφερειακής μεταφοράς υψηλής και πολύ υψηλής τάσης (ΔΣΜ), οι οποίοι υποχρεούνταν να διαθέτουν την ηλεκτρική ενέργεια EEG στην αγορά.
Με απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014 , η Επιτροπή διαπίστωσε μεν ότι ο EEG του 2012 ενείχε κρατικές ενισχύσεις αλλά ενέκρινε μεγάλο μέρος αυτών.
Κατά την Επιτροπή, μολονότι η στήριξη των επιχειρήσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας EEG συνιστά κρατική ενίσχυση, η ενίσχυση αυτή είναι πάντως συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης. Η Επιτροπή χαρακτήρισε επίσης ως κρατική ενίσχυση τη μείωση της επιβάρυνσης EEG για τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις. Κρίνοντας ότι το μεγαλύτερο μέρος των μειώσεων αυτών ήταν συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης, η Επιτροπή διέταξε την ανάκτηση περιορισμένου μόνον μέρους των ενισχύσεων.
Η Γερμανία άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προσφυγή την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε με απόφαση της 10ης Μαΐου 2016.
Στη συνέχεια, η Γερμανία άσκησε αναίρεση κατά της ως άνω απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου ενώπιον του Δικαστηρίου.
Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο κάνει δεκτή την αναίρεση, αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής.
Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, κακώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα κεφάλαια που προέρχονται από την επιβάρυνση EEG αποτελούν κρατικούς πόρους.
Συνεπώς, δεν συντρέχει ένα απαραίτητο στοιχείο για τον χαρακτηρισμό ως «ενισχύσεων» των πλεονεκτημάτων που προκύπτουν από τους μηχανισμούς που θεσπίζει ο EEG του 2012 .
Αφενός, η επιβάρυνση EEG δεν μπορεί να εξομοιωθεί με φόρο, δεδομένου ότι ο EEG του 2012 δεν υποχρεώνει τους προμηθευτές που εφοδιάζουν τους τελικούς πελάτες να μετακυλίουν στους πελάτες αυτούς τα ποσά που έχουν καταβληθεί στο πλαίσιο της επιβάρυνσης EEG. Συναφώς, δεν αρκεί το γεγονός ότι, «στην πράξη», το οικονομικό βάρος που προκύπτει από την επιβάρυνση EEG μετακυλίεται στους τελικούς πελάτες.
Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι το κράτος είχε εξουσία διαθέσεως των κεφαλαίων που προέρχονται από την επιβάρυνση EEG, ούτε καν ότι ασκούσε δημόσιο έλεγχο στους ΔΣΜ στους οποίους έχει ανατεθεί η διαχείριση των εν λόγω κεφαλαίων .
Το Δικαστήριο επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι το γεγονός ότι τα κεφάλαια που προέρχονται από την επιβάρυνση EEG προορίζονται αποκλειστικώς για τη χρηματοδότηση των καθεστώτων στήριξης και αντιστάθμισης, δυνάμει των διατάξεων του EEG του 2012, τείνει μάλλον να αποδείξει ότι ακριβώς το κράτος δεν ήταν σε θέση να διαθέσει τα εν λόγω κεφάλαια, δηλαδή να αποφασίσει να τα χρησιμοποιήσει για διαφορετικό σκοπό. Επιπλέον, μολονότι βάσει των στοιχείων που έγιναν δεκτά από το Γενικό Δικαστήριο μπορεί πράγματι να συναχθεί ότι οι δημόσιες αρχές ασκούν έλεγχο για την ορθή εφαρμογή του EEG του 2012, δεν μπορεί, αντιθέτως, να συναχθεί η ύπαρξη δημόσιου ελέγχου επί των κεφαλαίων που προέρχονται από την επιβάρυνση EEG.
Για τους ίδιους λόγους, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι στα πλεονεκτήματα που προβλέπει ο EEG του 2012 εμπλέκονταν κρατικοί πόροι και ότι τα πλεονεκτήματα αυτά συνιστούσαν, ως εκ τούτου, κρατικές ενισχύσεις.
Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν αναιρεί μόνον την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, αλλά ακυρώνει και την απόφαση της Επιτροπής.