Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της έρευνας Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης της Nielsen για το τρίτο τρίμηνο του 2014, ο παγκόσμιος δείκτης διαμορφώθηκε στις 98 μονάδες, ακολουθώντας μια σταθερά ανοδική πορεία τα τελευταία 2,5 χρόνια και επιστρέφοντας στα προ ύφεσης επίπεδά του.
Άνοδος του δείκτη σημειώθηκε σε όλες τις περιφέρειες, ωστόσο στην Βόρεια Αμερική ο δείκτης βελτιώθηκε σημαντικά κατά 4 μονάδες φτάνοντας συνολικά τις 107. Στα ίδια επίπεδα σκοράρει και η περιοχή της Ασίας-Ωκεανίας, η κατ’ εξοχήν πιο αισιόδοξη περιοχή παγκοσμίως, ενώ η ισοβαθμία αυτή είναι κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά στην ιστορία της μέτρησης της καταναλωτικής εμπιστοσύνης από την Nielsen (από το 2005).
Όσον αφορά στην Ελλάδα, ο δείκτης αυξήθηκε κατά 1 μονάδα φτάνοντας τις 56, καθώς μειώθηκε οριακά η πολύ αρνητική αντίληψη των Ελλήνων σχετικά με τα οικονομικά τους, καθώς και με την δυνατότητά τους να ξοδεύουν. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εύρημα είναι το γεγονός ότι οι άντρες, καθώς και ο νεότερος πληθυσμός της χώρας φαίνεται να είναι περισσότερο αισιόδοξοι.
Παρ’ όλα αυτά, περισσότεροι Έλληνες, σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, θεωρούν ότι η χώρα είναι σε ύφεση, καθώς και ότι θα παραμείνει τουλάχιστον για τον επόμενο χρόνο. Ταυτόχρονα, η εργασιακή ασφάλεια εξακολουθεί και παραμένει η μεγαλύτερη ανησυχία του πληθυσμού σε ποσοστό 47%, το οποίο μάλιστα αυξήθηκε κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2014, ενώ ακολουθούν ως ανησυχίες η ευρύτερη οικονομία, τα χρέη και η υγεία.
Στην ερώτηση πού διαθέτουν τα χρήματα, που τους περισσεύουν, μετά την κάλυψη των βασικών τους αναγκών, το μεγαλύτερο ποσοστό των Ελλήνων (30%), έπειτα από πολύ καιρό, μας δηλώνει ότι αποταμιεύει. Ωστόσο, ένα εξίσου μεγάλο ποσοστό (28%) εξακολουθεί να δηλώνει ότι το ξοδεύει για την κάλυψη δανείων, πιστωτικών καρτών και γενικότερα χρεών, ποσοστό το οποίο μειώθηκε σε σχέση με το ποσοστό του δεύτερου τριμήνου του 2014 κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες. Ταυτόχρονα, 3 στους 10 εξακολουθούν να δηλώνουν ότι δεν έχουν καθόλου διαθέσιμο εισόδημα.
Σε κάθε περίπτωση, γεγονός παραμένει ότι οι Έλληνες καταναλωτές είναι αυτοί που έχουν αλλάξει τις αγοραστικές τους συνήθειες, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο Ευρωπαίο, σε ποσοστό 77%. Η πλειοψηφία αυτών δηλώνουν ότι, προκειμένου να περιορίσουν τα έξοδα του νοικοκυριού τους έχουν στραφεί σε φθηνότερα καταναλωτικά προϊόντα (71%), ενώ επίσης έχουν περιορίσει την διασκέδαση εκτός του σπιτιού σε ποσοστό 70%. Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι 6 στους 10 έχουν περιορίσει τα γεύματα εκτός σπιτιού, ενώ κατά πάσα πιθανότητα το 40% αυτών θα συνεχίσουν να το πράττουν ακόμη και έπειτα και από το πέρας της κρίσης.
Σημειώνεται ότι για την Ευρώπη, ο δείκτης αυξήθηκε κατά 1 μονάδα, φτάνοντας τις 78 μονάδες, οι οποίες και αποτελούν την υψηλότερη μέτρηση των 4 τελευταίων ετών. Ο δείκτης αυξήθηκε στις 21 από τις 32 Ευρωπαϊκές χώρες, που λαμβάνουν μέρος στην μέτρηση, με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να σημειώνονται στην Σλοβενία (58) και την Σουηδία (90), κατά 8 και 7 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα. Ωστόσο, η Ευρώπη παραμένει η πιο «απαισιόδοξη» περιφέρεια, καθώς οι 9 από τις 10 πιο απαισιόδοξες χώρες παγκοσμίως είναι Ευρωπαϊκές, με την Ιταλία, την Κροατία και την Σερβία να βρίσκονται τελευταίες στην κατάταξη.