Φωτοβολταικά, αιολικά, γεωθερμία, βιομάζα ακόμα και μονάδα δέσμευσης διοξειδίου του άνθρακα ή αποθήκη υδρογόνου είναι ορισμένα από τα σενάρια που ακούγονται για το αύριο των λιγνιτικών περιοχών στη χώρα μας, τη Δυτική Μακεδονία και τη Μεγαλόπολη, όταν θα σβήσουν οι λιγνιτικές μονάδες. Οι τελικές αποφάσεις δεν έχουν ληφθεί ακόμα και όπως πρόσφατα δήλωσε ο υπουργός Περιβάλλοντος- Ενέργειας Κωστής Χατζηδάκης, το όλο πρότζεκτ της μετάβασης των περιοχών αυτών σε ένα μέλλον χωρίς άνθρακα, αποτελεί το αντικείμενο ενός Master Plan, που θα ανακοινωθεί στα μέσα του 2020 και εκπονείται με τη συμμετοχή όλων των συναρμόδιων υπουργείων, με στόχο να ελαχιστοποιήσει τις συνέπειες από την απώλεια του λιγνίτη, ανοίγοντας ταυτόχρονα και νέες προοπτικές ανάπτυξης και απασχόλησης για τους κατοίκους των περιοχών.
Η μετατροπή ανενεργών ορυχείων σε μονάδες ανανεώσιμης ενέργειας είναι μία από τις πρακτικές που έχει χρησιμοποιηθεί σε άλλες χώρες σε ανάλογες περιπτώσεις. ‘Αλλωστε κοινό μυστικό είναι ότι η εγκατάσταση φωτοβολταικών -ενδεχομένως και από την ίδια τη ΔΕΗ-στα εγκαταλελειμένα ορυχεία είναι ένα από τα επικρατέστερα σενάρια.
Παλιά ορυχεία σε περιοχές με υψηλή ηλιοφάνεια αναδεικνύονται ως οι καλύτεροι τόποι για την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών. Τα λιγνιτικά πεδία συχνά καλύπτουν μεγάλες επίπεδες εκτάσεις που έχουν αναμορφωθεί απο την παραγωγή άνθρακα και συχνά περιλαμβάνουν τεχνητές πλαγιές και κορυφογραμμές που έχουν δημιουργηθεί με τα χρόνια από τη σκόνη και τα άλλα υπολείμματα της λιγνιτικής εκμετάλλευσης.
Η ανάπτυξη εγκαταστάσεων ΑΠΕ στις περιοχές αυτές επωφελείται από την ύπαρξη υποδομών, όπως οι γραμμές μεταφοράς ηλεκτρισμού και άλλα, αλλά και το χαμηλότερο κόστος γης σε σχέση με άλλες πιο πράσινες περιοχές.
Ενα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα μετατροπής λιγντικού πεδίου, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν , είναι το Goettelborn στη νοτιοδυτική Γερμανία. Το 2004 μετατράπηκε σε φωτοβολταϊκό πάρκο και μάλιστα για την εποχή του ήταν το μεγαλύτερο στο είδος του. Διαθέτει 49.000 φωτοβολταϊκά πάνελ , συνολικής ισχύος 8,4 MW και εκτείνεται σε μία περιοχή 165.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων Μία δεύτερη μονάδα, το Geosol στο Espenhain της Λειψίας κατασκευάστηκε το 2004 σε ένα εγκαταλελειμένο ορυχείο. . Αποτελείται από 33.500 φωτοβολταϊκά πάνελ, ισχύος 5 MW.
Ανάλογες λύσεις έχουν υιοθετήσει και άλλες χώρες. Στη Βρετανία για παράδειγμα το μεγαλύτερο φωτοβολταϊκό πάρκο βρίσκεται στη νότια πλευρά ενός πρώην ορυχείου κασσίτερου, το Wheal Jane, στην Κορνουάλη. Διθέτει 5.860 πάνελ, ικανά να παράγουν ηλεκτρική ενέργεια 1.437 MWh ετησίως.
Παράλληλα υπάρχει η δυνατότητα εγκατάστασης πλωτών Φ/Β πάρκων σε πλημμυρισμένα ανοικτά πηγάδια ορυχείων.
Συχνά η αναμόρφωση των ορυχείων φέρνει και άλλες δυνατότητες: Xαρακτηριστικό το παράδειγμα στο Lusatian της Γερμανίας, όπου σήμερα έχουν δημιουργηθεί 23 τεχνητές λίμνες, όπου αναπτύσσονται διάφορες δραστηριότητες τουρισμού και αναψυχής, ενώ λίγο πιο κάτω λειτουργεί ακόμα ένα ορυχείο άνθρακα.
Στην Ισπανία, το ψάρεμα του σολομού και της πέστροφας αποτελούν ένα καλό παράδειγμα μίας νέας δραστηριότητα αναψυχής που προσελκύει τουρίστες στα παλιά ορυχεία της Asturias. Στην Τσεχία οι εταιρίες εξόρυξης Vrsanska Uhelna και η η Severni Energeticka κατασκευάσαν το κέντρο Most Hippodrome, που περιλαμβάνει ιππόδρομο, πίστα σκέιτινγκ 3 χλμ, γήπεδο γκολφ και πάρκο αναψυχής. Κάθε χρόνο επισκέπτονται το κέντρο περισσότεροι από 100.000 τουρίστες. Στη Πολωνία επίσης, ένα από τα παλιότερα ορυχεία άνθρακα έχει μετατραπεί σε χειμερινό και θερινό τόπο αναψυχής, με πίστα σκι μήκους 760 μέτρων κλπ.
‘Αλλα ορυχεία έχουν μετατραπεί σε μουσεία ή χρησιμοποιούνται για άλλες πολιτιστικές δραστηριότητες. Ισως από τα πιο γνωστά είναι το μουσείο της Ruhr στο Ζολβεράιν της Γερμανίας και με μεγάλο Εθνικό Μουσείο του Ανθρακα στη Νότιο Ουαλία . Και στα δύο διοργανώνονται επισκέψεις στις υπόγειες στοές και έχουν αναγνωριστεί από την Ουνέσκο ως περιοχές της Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Το Πάρκο και το Μουσείο του Landek στην Τσεχία έχουν τιμηθεί με το βραβείο Χενρι Φορντ, σε αναγνώριση της αναβίωσης μίας εγκαταλελλειμένης περιοχής, του σεβασμού στο περιβάλλον και της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Το μουσείο λιγντικής ιστορίας και κληρονομιάς στη Ρουρ της Γερμανίας προσελκύει πάνω από 250.000 επισκέπτες ετησίως και το Εθνικό Μουσείο Big Pit στην Ουαλία πάνω από 110.000 επισκέπτες το χρόνο.
Ορισμένα κομμάτια του εξοπλισμού και των μηχανημάτων από παλιά ορυχεία άνθρακα αποτελούν επίσης μοναδικά εκθέματα βιομηχανικής κληρονομιάς. Για παράδειγμα ο ιμάντας μεταφοράς και η γέφυρα που χρησιμοποιούνταν ως το 1992 στο Mining Atlas της Γερμανίας είναι σήμερα ανοικτός στους επισκέπτες και αποτελεί ένα από τα εμβληματικά σημεία του Ευρωπαϊκού Δρόμου Βιομηχανικής Κληρονομιάς.
Ολες αυτές οι περιοχές αποτελούν πλέον παραδείγματα ανάδειξης ενός εκγαταλελειμένου τόπου σε περιοχή υψηλής προστιθέμενης αξίας και ανάπτυξης. Ωστόσο για να επιλεγεί ο καταλληλότερος τρόπος ανάπτυξης ενός παλιού ορυχείου χρειάζεται λεπτομερής σχεδιασμός προκειμένου να βρεθεί ποιά δραστηριότητα είναι εκείνη που ταιριάζει καλύτερα σε μία δεδομένη περιοχή και μπορεί να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης για τη τοπική κοινωνία. Το πέρασμα στη μεταβιομηχανική χρήση και κυρίως στον τουρισμό/ αναψυχή δεν είναι απλή υπόθεση, αφού όπως έχουν δείξει παραδείγματα από άλλες περιοχές η τουριστική ανάπτυξη πχ. δεν πετυχαίνει ή δεν αποδίδει τα αναμενόμενα αν δεν συνοδεύεται και με αναμόρφωση όχι μόνον του πάρκου αλλά και της κτιριακής υποδομής της περιοχής.
Ενα άλλο μοντέλο ανάπτυξης είναι αυτό που ακολούθησαν στα λιγνιτικά πεδία του Frantisec στη Τσεχία το 1999. Οι τοπικές αρχές αντιμετωπίζοντας την εγκατάλειψη και την υψηλή ανεργία αποφάσισαν να διαμορφώσουν την περιοχή σε βιομηχανικό πάρκο. Επένδυσαν σε τεχνολογικές υποδομές και επικοινωνιακά συστήματα, σε δρόμους, σε δίκτυα σε αναδιαμόρφωση του εδάφους κλπ. Σήμερα 25 επιχειρήσεις που απασχολούν 300 άτομα έχουν μεταφέρει εκεί την έδρα τους.
Στην Ισπανία, η εταιρία Εndesa μετέτρεψε το ανοικτό πηγάδι άνθρακα As Pontes σε υδροηλεκτρική μονάδα. Σε άλλες περιοχές εγκαθιστούν συστήματα δέσμευσης άνθρακα (CCS) προκειμένου να επεκτείνουν τη ζωή των ανθρακικών μονάδων, μειώνοντας την παραγωγή διοξειδίου του άνθρακα. Πρόκειται για μία επιλογή αρκετά ακριβή, που προυποθέτει και την ύπαρξη του κατάλληλου αποθηκευτικού ΄χωρου, συνήθως εξαντλημένα υπόγεια πηγάδια μεγάλης χωρητικότητας αλλά και αγωγού/ών μεταφοράς αν δεν υπάρχει άμεση γειτνίαση.