Tα ηλεκτρικά αυτοκίνητα συμβάλλουν καταλυτικά στον εξηλεκτρισμό των μεταφορών, ενώ η ναυτιλία και η αεροπορία μπορούν να αναδειχθούν στον μοχλό που θα φέρει την ανάπτυξη των εναλλακτικών καυσίμων, θα χρειαστεί όμως η υιοθέτηση ενός παγκόσμιου συστήματος εμπορίας εκπομπών ρύπων και ο πλήρης ανασχεδιασμός της λειτουργίας των πετρελαϊκών εταιριών για να αντιμετωπιστεί η διπλή πρόκληση της δραστικής μείωσης της εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου χωρίς την καταστροφή παραδοσιακών κλάδων της οικονομίας.
Στα συμπεράσματα αυτά καταλήγει πρόσφατη μελέτη της Channoil Consulting για τις αγορές πετρελαίου -φυσικού αερίου και το μέλλον των ΑΠΕ.
Ειδικότερα σε ότι αφορά στη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου από τη βιομηχανία και τους τομείς των μεταφορών που είναι δύσκολο να εξηλεκτριστούν, η μελέτη της Channoil Consulting προτείνει για τις θαλάσσιες μεταφορές τη μετάβαση σε υβριδικά συστήματα , όπως η αμμωνία και τα turbo sails, που θα διευκόλυναν τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος της παγκόσμιας ναυτιλίας. Η χρήση ηλεκτρικής ενέργειας σε μικρά αυτόνομα σκάφη, θα μπορούσε να αποτελέσει μια ακόμα επιλογή, ενώ το Υγροποιημένο Φυσικό Αέριο (LNG) και η μεθανόλη θεωρούνται προσωρινές, ενδιάμεσες λύσεις για τη μείωση του CO2 ».
Για να χρησιμοποιήσει η βιομηχανία καθαρότερα καύσιμα, η Channoil υποστηρίζει ότι «το καρότο είναι πάντα καλύτερο από το μαστίγιο» και προκρίνει την παροχή κινήτρων, με τη μορφή μίας «σταθερής οικονομικής απόδοσης». Η ενεργειακή μετάβαση της βιομηχανίας απαιτεί επενδύσεις σε νέες και ακριβές τεχνολογίες, όπως η Δέσμευση και Αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα (Carbon Capture and Storage -CCS) και η Άμεση Δέσμευση Διοξειδίου του ‘Ανθρακα από τον Αέρα (Direct Air Carbon Capture), καθώς και την επαναχρησιμοποίηση υλικών και προϊόντων.
Η Channoil θεωρεί ότι αυτές οι τεχνολογίες θα μπορούσαν να τεθούν γρήγορα σε ροή εάν ήταν διαθέσιμα τα κατάλληλα οικονομικά κίνητρα. Ο οίκος επικαλείται στοιχεία που υποδηλώνουν ότι μία τιμή του άνθρακα/δικαιώματα ρύπων γύρω στα 50 $ / τόνο θα ήταν επαρκής για να διασφαλιστεί η πραγματοποίηση επενδύσεων σε CCS και άλλες τεχνολογίες.
Για να να επιτευχθεί όμως αυτό, θα χρειαστεί να υπάρξει μία παγκόσμια συμφωνία για την τιμή των εκπομπών ρύπων υποστηρίζει η μελέτη. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Channoil σήμερα λειτουργούν διεθνώς 51 συστήματα τιμολόγησης άνθρακα, τα οποία καλύπτουν μόνο το 20% των παγκόσμιων εκπομπών.
«Εάν θέλουμε να επιτύχουμε τις μειώσεις των αερίων του θερμοκηπίου που απαιτούνται για να σταματήσουμε την υπερθέρμανση του πλανήτη, τότε πρέπει να αυξήσουμε σημαντικά την κάλυψη του ETS (σύστημα εμπορίας ρύπων) », αναφέρει η μελέτη, προσθέτοντας ότι η τιμολόγηση του διοξειδίου του άνθρακα παρουσιάζει μεγάλες διαφορές από περιοχή σε περιοχή και ότι πουθενά δεν είναι εντός της κλίμακας των $ 50- $ 100 ανά τόνο, που απαιτούνται για να υπάρξει κίνητρο για να γίνουν επενδύσεις σε καινοτόμες λύσεις καθώς και σε έρευνα και ανάπτυξη νέων τεχνολογιών.
Στο πλαίσιο αυτό η έκθεση προτείνει στους ακτιβιστές υπέρ του κλίματος ότι για να είναι πιο αποτελεσματικοί στις διαμαρτυρίες τους σε επίπεδο Ηνωμένων Εθνών, θα πρέπει να ζητήσουν την εμπλοκή του Οργανισμού για την υιοθέτηση του κατάλληλου συστήματος εμπορίας εκπομπών άνθρακα. «Επίσης αυτό πρέπει να ζητούν οι εκπρόσωποι των διαφόρων περιβαλλοντικών ομάδων στο COP 26.», συμπληρώνει η έκθεση.
Την περασμένη εβδομάδα, η Επιτροπή Περιβάλλοντος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ψήφισε την τροποποίηση του Κανονισμού Παρακολούθησης, Αναφοράς και Επαλήθευσης (MRV), με μέτρα που προβλέπουν μεταξύ άλλων την ένταξη της ναυτιλίας στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών Ρύπων. Η ψηφοφορία στην ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου για τον τροποποιημένο κανονισμό θα διεξαχθεί στα μέσα Σεπτεμβρίου.
Ιδιαίτερο κεφάλαιο στην έκθεση της Channoil καταλαμβάνει το μέλλον των εταιριών αποθήκευσης πετρελαίου, τις οποίες προειδοποιεί ότι πρέπει να αρχίσουν να εξετάζουν, να σχεδιάζουν και να εφαρμόζουν «αλλαγή κατεύθυνσης »μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια διαφορετικά κινδυνεύουν να μείνουν με κενές, σκουριασμένες δεξαμενές, καθώς η Ευρώπη και άλλες χώρες ή μπλοκ χωρών περιορίζουν σταδιακά τη χρήση πετρελαίου (μελλοντικά και του φυσικού αερίου) όσο προχωρούν προς τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας.