Την ενεργοποίηση των ερευνών για φυσικό αέριο και πετρέλαιο στα θαλάσσια και τα χερσαία πεδία που έχουν παραχωρηθεί- καθώς οι σχετικές διαδικασίες πάγωσαν με την πανδημία και τη βουτιά των διεθνών τιμών το 2020- επιχειρεί η Ελληνική Διαχειριστική Αρχή Υδρογονανθράκων, αξιοποιώντας τη τρέχουσα συγκυρία των υψηλών τιμών του αερίου αλλά και τη σταδιακή αναγνώριση του φυσικού αερίου ως το καύσιμο γέφυρα για επίτευξη των στόχων για το Κλίμα.
Στο πλαίσιο αυτό η ΕΔΕΥ έχει διοργανώσει operators forum, δηλαδή έχει καλέσει σε διάλογο τις εταιρίες στις οποίες έχουν παραχωρηθεί προς έρευνα τα διάφορα μπλοκ, όπως δήλωσε χθες σε συνάντηση με δημοσιογράφους ο διευθύνων σύμβουλος της Αρχής κ. Αριστοφάνης Στεφάτος, ενώ αναμένει από την κοινοπραξία Total/ExxonMobil/ΕΛΠΕ που έχει αναλάβει τις έρευνες στη θαλάσσια περιοχή της Κρήτης, να δώσει το πλάνο για τις περαιτέρω κινήσεις της, όσον αφορά τις σεισμικές και γεωλογικές έρευνες.
Ας σημειωθεί ότι τον Οκτώβριο 2022 λήγει το χρονικό περιθώριο για την έναρξη της έρευνας στην περιοχή, με βάση τη σύμβαση παραχώρησης που έχει υπογράψει το ελληνικό δημόσιο με την κοινοπραξία.
Το 2020 με την έκρηξη της πανδημίας και τα μεγάλα lockdown, οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου βυθίστηκαν- μάλιστα το πετρέλαιο εμφάνισε τιμές με αρνητικό πρόσημο για πρώτη φορά στην ιστορία και το αέριο έπεσε στα 3 ευρώ/ Mwh. To αποτέλεσμα ήταν πολλές εταιρίες εξόρυξης υδρογονανθράκων να κλείσουν πηγάδια και να μειώσουν τη δραστηριότητά τους, πράγμα που εν μέρει ευθύνεται και για τη στενότητα προσφοράς φυσικού αερίου που υπάρχει σήμερα, συμβάλλοντας στην εκτόξευση των τιμών. Ωστόσο οι εταιρίες, ειδικά οι μεγάλες που στο χαρτοφυλάκιό τους διαθέτουν πολλά ώριμα και χαμηλού κόστους κοιτάσματα, παραμένουν διστακτικές ως προς την έρευνα σε νέα πεδία, ιδιαίτερα σε αχαρτογράφητες και δύσκολες περιοχές, λόγω του μεγάλου θαλάσσιου βάθους που συνεπάγεται και υψηλό κόστος εξόρυξης, όπως τα θαλάσσια μπλοκ της Κρήτης.
Η ΕΔΕΥ πάντως όπως διαφάνηκε από τις δηλώσεις του κ. Στεφάτου είναι αποφασισμένη να προωθήσει την έρευνα για ελληνικούς υδρογονάνθρακες, θέτοντας στο τραπέζι και μία σειρά άλλων δραστηριοτήτων της πράσινης οικονομίας, που θα μπορούσαν οι επενδυτές να αναπτύξουν παράλληλα. Στο πλαίσιο αυτό αναφέρθηκε στις συνέργειες των ερευνών για αέριο με την ανάπτυξη θαλάσσιων αιολικών, τη δημιουργία υπόγειων/υποθαλάσσιων αποθηκών αερίου ή/ και διοξειδίου του άνθρακα, εγκαταστάσεων που στο μέλλον θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αποθήκευση υδρογόνου κλπ.
Η πρόταση της ΕΔΕΥ για τις συνέργειες των εξορύξεων αερίου/πετρελαίου με δραστηριότητες της πράσινης οικονομίας είναι ακόμα υπό διαμόρφωση και σε συζήτηση με τους επενδυτές.
“Δεν υπάρχει δίλημμα «φυσικό αέριο ή ΑΠΕ». Το φυσικό αέριο είναι σημαντικός εταίρος για την ενεργειακή μετάβαση» τόνισε ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΔΕΥ, εκτιμώντας ότι για την Ελλάδα το φυσικό αέριο έχει μέλλον τουλάχιστον για μία 30ετία και ότι η διεθνής ζήτηση αναμένεται να αυξάνεται σε ορίζοντα 20 ετίας. Ακόμα και το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) προβλέπει αύξηση της ζήτησης αερίου κατά 40%, επισήμανε, τονίζοντας τα οφέλη που θα μπορούσαν να προκύψουν για την Ελλάδα από την «κεφαλαιοποίηση» (monetization) των δυνητικών αποθεμάτων φυσικού αερίου
Επικαλέστηκε μελέτες της ΕΔΕΥ σύμφωνα με τις οποίες η δυνητική αξία των ελληνικών κοιτασμάτων είναι της τάξης των 250 δισ. ευρώ σε ορίζοντα 25 ετών, με τη συντηρητική-για τα σημερινά δεδομένα-τιμή αναφοράς του πετρελαίου στα 60 δολ/βαρέλι. Από το σύνολο των 250 δισ. ευρώ, εκτιμάται ότι τα έσοδα του ελληνικού δημοσίου θα μπορούσαν να φθάσουν στα 56 δισ. ευρώ και οι επενδύσεις στα 46 δισ. ευρώ. Πρέπει να γίνουν οι έρευνες για να γνωρίζουμε τι έχουμε, πρόσθεσε.
Ανέφερε ότι η ΕΔΕΥ θα έχει συνάντηση με ηλεκτροπαραγωγούς και τόνισε ότι οι έρευνες θα πρέπει να στηριχθούν, ενώ άφησε να εννοηθεί ότι η Αρχή θα μπορούσε να εξετάσει και την παραχώρηση νέων περιοχών, καθώς και παλαιών πεδίων που επιστράφηκαν στο δημόσιο, δεδομένου ότι άλλη αξία έχει σήμερα το φυσικό αέριο και άλλη στο παρελθόν.
Τέλος δέχθηκε ότι η ΕΔΕΥ θα πρέπει να συμμετέχει στο διάλογο με τις τοπικές κοινωνίες για να ξεπεραστούν οι διάφορες αντιδράσεις για τα έργα, που καθυστερούν ακόμα και ώριμες επενδύσεις. Στο πλαίσιο αυτό εντός του Οκτωβρίου έχει προγραμματιστεί ενημέρωση τοπικών αρχών και φορέων στην Κρήτη.