Σε αύξηση του κόστους κατά 70 εκατ. ευρώ το μήνα μεταφράζεται για τη βιομηχανία η εκτόξευση των χρηματιστηριακών τιμών του φυσικού αερίου σε τιμή άνω των 70 ευρώ/MWh, ενώ ταυτόχρονα μία αύξηση της τιμής του ηλεκτρισμού στα 250 ευρώ/MWh σημαίνει μία επιβάρυνση της τάξης των 150 εκατ. ευρώ τον μήνα για τις επιχειρήσεις που ηλεκτροδοτούνται στη Μέση Τάση.
Στις εκτιμήσεις αυτές κατέληξε ο πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ Αντώνης Κοντολέων στην ομιλία του στο ΙΕΝΕ, τονίζοντας ότι η ενεργειακή κρίση, που συνοδεύεται και με μία εκτίναξη της τιμής των ρύπων στα 90 ευρώ/τόνο CO2 έχουν επιβαρύνει σημαντικά από 20 ως 40% το κόστος παραγωγής της βιομηχανίας, η οποία δεν έχει τη δυνατότητα να μετακυλήσει την αύξηση στο σύνολό της, καθώς κινδυνεύει να χάσει μερίδιο αγοράς.
Ο κ. Κοντολέων τόνισε ακόμα ότι οι μεσοσταθμικές τιμές εισαγωγής του φυσικού αερίου δεν συνάδουν με τις τιμές στην αγορά, επικαλούμενος πρόσφατα στοιχεία της ΡΑΕ σύμφωνα με τα οποία η μεσοσταθμική τιμή εισαγωγής στη χώρα μας το τρίτο τρίμηνο ήταν σαφώς χαμηλότερη από τις τιμές των ευρωπαϊκών hub: Αναλυτικότερα, στο Σιδηρόκαστρο απ’ όπου εισέρχεται το ρωσικό αέριο η μεσοσταθμική τιμή το τρίτο τρίμηνο ήταν 30,93 ευρώ/MWh, στη Νέα Μεσημβρία (αγωγός ΤΑΡ) ήταν 31,85 ευρώ/MWh και στη Ρεβυθούσα (υγροποιημένο αέριο) ήταν 31,71 ευρώ/MWh. Tην ίδια χρονική περίοδο οι τιμές στα ευρωπαϊκά hub διαμορφώνονταν στα 47,8 ευρώ/MWh.
Tον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο η μεσοσταθμική τιμή εισαγωγής διαμορφώθηκε στα 70,3 ευρώ/MWh και στα 65,3 ευρώ/MWh αντίστοιχα. Οι τιμές όμως αυτές δεν αντανακλώνται, όπως είπε, στη χονδρική τιμή ηλεκτρισμού, καθώς η μέση τιμή επόμενης ημέρας διαμορφώθηκε τον Σεπτέμβριο στα 134,7 ευρώ/MWh και τον Νοέμβριο στα 228,87 ευρώ/MWh.
O πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ αναφέρθηκε σε εκτιμήσεις σύμφωνα με τις οποίες οι χρηματιστηριακές τιμές ΤΤF του αερίου όλο το 2022 ως και το πρώτο τρίμηνο του 2023 θα διατηρηθούν σε ένα μέσο επίπεδο των 75 ευρώ/MWh. Πρόκειται για ένα επίπεδο τιμής, που αν επαληθευτεί, οδηγεί την εγχώρια χονδρική αγορά ηλεκτρισμού σε τιμή υψηλότερη των 200 ευρώ/MWh. Aπό την άλλη πλευρά, σημαντική αποκλιμάκωση της διεθνούς τιμής του φυσικού αερίου δεν διαφαίνεται ούτε μετά το τέλος του πρώτου τριμήνου της επόμενης χρονιάς και ως τη λήξη της, με τις σχετικές προβλέψεις να συγκλίνουν σε επίπεδα άνω των 45 ευρώ/MWh
Στο πλαίσιο αυτό ο κ. Κοντολέων θεωρεί ότι δημιουργούνται συνθήκες ελεγχόμενης χειραγώγησης της αγοράς και τόνισε την ανάγκη να προχωρήσουν γρήγορα οι μεταρρυθμίσεις. Όπως είπε η κρίση μεγενθύνει τα δομικά προβλήματα της αγοράς, η οποία παραμένει σε αναγκαστικό pool με κύρια ευθύνη του Χρηματιστηρίου Ενέργειας. Προμηθευτές και μεγάλοι καταναλωτές, όπως οι βιομηχανίες, δεν έχουν τη δυνατότητα αντιστάθμισης κινδύνου, ελλείψει ρευστότητας και προϊόντων , ενώ στην προθεσμιακή αγορά δεν συνάπτονται διμερείς συμβάσεις με τρίτους παίκτες για φυσική παράδοση.
Και ενώ η ελληνική βιομηχανία “εισπράττει” όλο το βάρος της ενεργειακής κρίσης, οι ανταγωνιστές της στην Ευρώπη δεν υφίστανται την ίδια επιβάρυνση, καθώς η εξάρτησή τους από το φυσικό αέριο και τις αυξήσει που καταγράφονται στις ευρωπαϊκές αγορές χονδρικής του ηλεκτρισμού είναι πολύ μικρότερη. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές βιομηχανίες καλύπτονται από διμερή συμβόλαια που συνάπτουν με μεγάλους παραγωγούς σε σταθερές, ανταγωνιστικές τιμές και μόνον ένα 30% της συνολικής τους κατανάλωσης περνά από τις ευρωπαϊκές χονδρεμπορικές αγορές.
Αντίθετα, στην Ελλάδα σήμερα στις βιομηχανίες στη Μέση Τάση οι νέες συμβάσεις με τους προμηθευτές μετακυλίουν το 100% της χρηματιστηριακής τιμής ηλεκτρισμού, οι οποίες επιβαρύνονται και από την αύξηση τιμών στην Αγορά Εξισορρόποησης.
Από την άλλη πλευρά, όπως επισήμανε ο κ. Κοντολέων, οι καθετοποιημένοι προμηθευτές ως παραγωγοί είναι πλέον αδιάφοροι για τις τιμές στην αγορά, καθώς οι παραγωγοί δεν επιβαρύνονται από την παρούσα κρίση.