Mέτρα για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, που θύμιζαν το παλιό ΣΥΡΙΖΑ, τότε που έταζε χωρίς να κοστολογεί, εξήγγειλε από το βήμα της ΔΕΘ ο πρόεδρος του κόμματος Αλέξης Τσίπρας, αφού πρότεινε ένα πακέτο της τάξης των 16 δις ευρώ μόνο τον τομέα της ενέργειας, γνωρίζοντας ότι πολλά από αυτά είναι αδύνατον να υλοποιηθούν, εξ αιτίας όχι μόνον του κόστους τους και της υψηλής δημοσιονομικής επιβάρυνσης αλλά και των ευρωπαϊκών υποχρεώσεων της χώρας.
Κατ’αρχήν ο κ. Τσίπρας εξήγγειλε πλαφόν στη λιανική αγορά ηλεκτρισμού, μέτρο που εκ των πραγμάτων σημαίνει ότι η διαφορά μεταξύ της χονδρεμπορικής τιμής ρεύματος και της ανώτατης τιμής στη λιανική θα επιβαρύνει απευθείας τον κρατικό προϋπολογισμό. Σύμφωνα με υπολογισμούς εάν οι τιμές λιανικής οριστούν στα επίπεδα προ της κρίσης και για τις τιμές χονδρικής ληφθούν υπόψη οι τρέχουσες τιμές φυσικού αερίου, τότε το δημοσιονομικό κόστος του μέτρου εκτοξεύεται γύρω στα 12 δις ευρώ ετησίως.
Η χώρα εισάγει 70 TW φυσικού αερίου ετησίως, εκ των οποίων 50 TW κατευθύνονται στην ηλεκτροπαραγωγή, με το κόστος να έχει εκτιναχθεί από τα 30 ευρώ/Mwh προ κρίσης σε περίπου 200 ευρώ/ Mwh το τελευταίο χρονικό διάστημα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη κάποιες εξάρσεις τιμών ως τα 350 ευρώ/Mwh.
Παράλληλα όμως ο κ. Τσίπρας εξήγγειλε και μία παρέμβαση στο Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας με ανώτατο όριο τιμών και αποσύνδεση της χονδρεμπορική τιμής ρεύματος από την τιμή φυσικού αερίου. Πρόκειται για μέτρο που μοιάζει πολύ με τον μηχανισμό που εφαρμόζεται ήδη στην Ελλάδα από τον Ιούλιο, ο οποίος μάλιστα φαίνεται ότι θα αποτελέσει τον οδηγό για την εφαρμογή ανάλογου μηχανισμού σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Το ίδιο ισχύει και με την φορολόγηση των υπερκερδών στην ενέργεια, που έταξε, μέτρο από το οποίο υποστηρίζει ότι θα συγκεντρώσει περί τα 3 δις ευρώ. Όμως ο μηχανισμός που εφαρμόζεται από τον Ιούλιο, ουσιαστικά παρακρατά στην πηγή τα υπερκέρδη από τις φθηνότερες τεχνολογίες παραγωγής ηλεκτρισμού και έχει ήδη αποφέρει 2 δισ. ευρώ, τα οποία διοχετεύονται στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης, που χρηματοδοτεί τις επιδοτήσεις στους ενεργειακούς λογαριασμούς. Η διαφορά είναι ότι τα κεφάλαια αυτά εισπράττονται από την αγορά ηλεκτρισμού και δεν επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό. Οσο για την φορολόγηση των ενεργειακών εταιριών είναι μέτρο που έχει προταθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και θα αφορά όλους τους ενεργειακούς ομίλους ορυκτών καυσίμων, πράγμα που για την Ελλάδα σημαίνει ότι θα αφορά και στα κέρδη των ΕΛΠΕ και της Μότορ ‘Οιλ.
Ο κ. Τσίπρας πρότεινε επίσης την επιβολή πλαφόν στην τιμή φυσικού αερίου. Η εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου, μόνον από την Ελλάδα, είναι πρόταση ανεδαφική, αφενός γιατί η Ελλάδα δεν διαμορφώνει τις τιμές TTF στο ολλανδικό hub και αφετέρου γιατί αν από μόνη της αποφάσιζε να αγοράζει αέριο σε τιμή που θα όριζε η ίδια, προφανώς δεν θα έβρισκε κανέναν προμηθευτή. Μπορεί ο κ. Τσίπρας να εννοούσε ότι το πλαφόν θα τεθεί στην τιμή που πωλείται το αέριο στην εγχώρια αγορά. Σε αυτή την περίπτωση όμως θα έπρεπε ο κρατικός προϋπολογισμός να καλύψει τη διαφορά με την τιμή προμήθειας του αερίου από το εξωτερικό, πράγμα που θα διόγκωνε υπέρμετρα το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας. Η άλλη λύση θα ήταν να πετάξει το μπαλάκι στις εταιρίες εισαγωγής αερίου, οι οποίες θα κατέρρεαν.
‘Αλλωστε η ανησυχία μήπως λειτουργήσει σαν μπούμερανγ και προκαλέσει ελλείψεις στην αγορά αλλά και άνοδο των τιμών “από την πίσω πόρτα”, διαταράσσοντας και τις σχέσεις με τους προμηθευτές ήταν ένας από τους βασικούς λόγους, που οι χώρες της ΕΕ δεν συμφώνησαν στην επιβολή πλαφόν στην τιμή του αερίου.
Η μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα στον κατώτερο συντελεστή ΕΕ (πετρέλαιο κίνησης, πετρέλαιο θέρμανσης, βενζίνη, φυσικό αέριο), όπως πρότεινε ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολιτευσης θα επέφερε απώλειες κρατικών εσόδων της τάξης του 1,5 δις το χρόνο. Η μη καταβολή ΕΦΚ στο αγροτικό πετρέλαιο που εξήγγειλε ο κ. Τσίπρας εκτιμάται ότι κοστίζει 160 εκατ. ευρώ ανά έτος.
Οσο για την επανεθνικοποίηση της ΔΕΗ στο 51% από 33% που είναι σήμερα η κρατική συμμετοχή, είναι ένα μέτρο που σίγουρα θα κοστίσει στον προϋπολογισμό, αλλά ελάχιστα θα άλλαζε στην ίδια τη ΔΕΗ, στο μέτρο που η διοίκησή της εξακολουθεί και σήμερα να ορίζεται από το κράτος. Ας σημειωθεί δε ότι η δρομολόγηση της πώλησης του 17% των μετοχών της είχε δρομολογηθεί από το 2012, όταν το τμήμα αυτό της κρατικής συμμετοχής πέρασε στο ΤΑΙΠΕΔ. Επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν έγινε καμία προσπάθεια για την αντιστροφή της μεταβίβασης αυτής, στους κεντρικούς φορείς του κράτους.
Μάλιστα σε εφαρμογή του τρίτου μνημονίου, που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ, πραγματοποιήθηκε η πλήρης απόσχιση του ΑΔΜΗΕ από την ΔΕΗ και η πώληση του 24% του Διαχειριστή σε στρατηγικό επενδυτή, με έναν τρόπο μάλιστα, που η ΔΕΗ έχασε, ουσιαστικά χωρίς αμοιβή, ένα από τα σημαντικότερα περιουσιακά της στοιχεία.