Ο συμψηφισμός παραγόμενης-καταναλισκόμενης ενέργειας (γνωστός με τον όρο net-metering) αποτελεί ένα από τα εργαλεία προώθησης της αυτοπαραγωγής και ιδιοκατανάλωσης που επιτρέπει στον καταναλωτή να καλύψει ένα σημαντικό μέρος των ιδιοκαταναλώσεών του, ενώ παράλληλα του δίνει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει το δίκτυο για έμμεση αποθήκευση της πράσινης ενέργειας.
Όπως επισημαίνει ο Σύνδεσμος Εταιριών Φωτοβολταϊκών (ΣΕΦ), το νέο θεσμικό εργαλείο προσφέρει στον καταναλωτή τη δυνατότητα να εξοικονομήσει ένα σημαντικό ποσοστό των χρημάτων που σήμερα πληρώνει σε λογαριασμούς ρεύματος. Δεν είναι εργαλείο παραγωγής εισοδήματος όπως ήταν το φωτοβολταϊκό τα προηγούμενα χρόνια, αλλά ένα άριστο εργαλείο εξοικονόμησης ενέργειας και χρημάτων. Εισάγει δηλαδή τον καταναλωτή στην φιλοσοφία της εξοικονόμησης και ορθολογικής διαχείρισης της ενέργειας στο χώρο της εργασίας και της οικίας.
Επειδή πρόκειται για ένα νέο εργαλείο, καλό είναι ο υποψήφιος αυτοπαραγωγός να έχει υπόψη του κάποια κρίσιμα δεδομένα.
1. Για την διαστασιολόγηση (το μέγεθος ισχύος, δηλαδή) του φωτοβολταϊκού συστήματος είναι ενδεδειγμένο να λαμβάνεται υπόψη η ετήσια κατανάλωση της εγκατάστασης στην οποία αυτό θα συνδεθεί. Δεδομένου ότι ο ενεργειακός συμψηφισμός διενεργείται σε ετήσια βάση και τυχόν πλεόνασμα ενέργειας μετά τον ετήσιο συμψηφισμό δεν αποζημιώνεται, η ετήσια παραγόμενη από το φωτοβολταϊκό σύστημα ενέργεια δεν θα πρέπει να υπερβαίνει την συνολική ετήσια κατανάλωση.
Για πληροφοριακούς λόγους, σημειώνεται ότι η συνήθης παραγωγή των φωτοβολταϊκών συστημάτων κυμαίνεται μεταξύ 1.200-1.650 kWh/kWp/έτος (κιλοβατώρες ανά κιλοβάτ και ανά έτος), ανάλογα με τις γεωγραφικές συντεταγμένες, την κλίση και τον προσανατολισμό της εγκατάστασης, με μεσοσταθμική τιμή περί τις 1.350-1.400 kWh/kWp/έτος.
Επομένως, η ισχύς του συστήματος θα πρέπει να επιλέγεται με γνώμονα τις ετήσιες ενεργειακές ανάγκες.
Για παράδειγμα για την οικιακή χρήση, μία τετραμελής οικογένεια που καταναλώνει 5.000 κιλοβατώρες (kWh) ετησίως, χρειάζεται να εγκαταστήσει περί τα 3,5 κιλοβάτ (kWp) φωτοβολταϊκού συστήματος, για να καλύπτει τις ανάγκες της σε ηλεκτρική ενέργεια.
2. Επειδή ο ανταγωνισμός μεταξύ εταιριών μπορεί να οδηγήσει σε επικοινωνιακές "υπερβολές", καλό είναι να γνωρίζει ο καταναλωτής ότι, κατά μέσο όρο, η αποπληρωμή του συστήματος θα γίνει περίπου στη δεκαετία. Σε περιοχές με υψηλή ηλιοφάνεια μπορεί να γίνει και στα 8 έτη, αλλά δύσκολα θα γίνει αποπληρωμή σε συντομότερο διάστημα. Σημειωτέον ότι η εξοικονόμηση από το φωτοβολταϊκό θα γίνεται σε βάθος 25ετίας τουλάχιστον, οπότε οι χρόνοι αυτοί αποπληρωμής είναι εύλογοι. Πολύ χοντρικά, μπορούμε να πούμε ότι η επένδυση που θα κάνει έχει μέση ετήσια απόδοση (μέσω της εξοικονόμησης του ηλεκτρικού ρεύματος) περίπου 10%, ένα ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από άλλες εναλλακτικές επενδύσεις (π.χ. προθεσμιακή κατάθεση, χρηματιστήριο, κ.λπ.).
Προφανώς οι αποδόσεις και ο χρόνος απόσβεσης είναι συνάρτηση του αρχικού κόστους (τι είδους εξοπλισμό θα βάλει κανείς, αν θα τοποθετήσει αντικεραυνικό ή όχι, σε τι απόσταση από κάποιο προμηθευτή-εγκαταστάτη βρίσκεται το σπίτι, κ.λπ.), από την προσπίπτουσα ηλιακή ακτινοβολία στην περιοχή, αλλά και από την κλίση και τον προσανατολισμό των φωτοβολταϊκών πλαισίων (η απόδοση διαφέρει αν το σύστημα μπει π.χ. σε κεραμοσκεπή με μη βέλτιστη κλίση και προσανατολισμό). Αν πάλι το φωτοβολταϊκό σύστημα συνδυαστεί με αντλίες θερμότητας για θέρμανση και ψύξη της κατοικίας, τότε οι αποδόσεις βελτιώνονται και οι χρόνοι απόσβεσης μειώνονται.
Φυσικά οι αποδόσεις και ο χρόνος απόσβεσης εξαρτάται κυρίως από το τιμολόγιο που έχει ο καταναλωτής που θα εγκαταστήσει το σύστημα αυτοπαραγωγής.
3. Με βάση τα τρέχοντα τιμολόγια της ΔΕΗ για διάφορες κατηγορίες καταναλωτών το όφελος που προκύπτει για τον αυτοπαραγωγό ορίζεται :
- για τον οικιακό καταναλωτή περίπου στα 0,13–0,14 €/kWh,
- για τον εμπορικό καταναλωτή στα 0,09-0,13 €/kWh και
- για τους κατ' επάγγελμα αγρότες περίπου στα 0,07 €/kWh.
Η ακριβής τιμή συμψηφισμού εξαρτάται, εκτός από την κατηγορία τιμολογίου που υπάγεται κανείς, και από το προφίλ της κατανάλωσης που έχει. Αν, για παράδειγμα, κάποιες χρήσεις (π.χ. πλυντήριο, μαγείρεμα) γίνονται τις ώρες ηλιοφάνειας και η ζήτηση καλύπτεται απ' ευθείας από το φωτοβολταϊκό και όχι με απορρόφηση ενέργειας από το δίκτυο, η τιμή συμψηφισμού μεγαλώνει, οπότε υπάρχει και μεγαλύτερο όφελος.
Στην περίπτωση των αγροτών, ο αγρότης αυτοπαραγωγός λόγω του ευεργετικού χαμηλού αγροτικού τιμολογίου που δικαιούται σε σύγκριση με τους υπόλοιπους καταναλωτές (σχεδόν το μισό του οικιακού τιμολογίου) , θα έχει απόσβεση της επένδυσης σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό,τι οι υπόλοιποι καταναλωτές. Αν υπάρξει κάποιου είδους επιδότηση (κάτι που δεν προβλέπεται σήμερα), η επένδυση θα αποπληρώνεται γρηγορότερα. Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι αγρότες μπορούν να εγκαταστήσουν φωτοβολταϊκά για αυτοπαραγωγή σε κατοικίες, όπου ισχύει το οικιακό τιμολόγιο (όπως αναφέρθηκε παραπάνω) το οποίο είναι σημαντικά υψηλότερο από το αγροτικό.