Έτοιμοι να αντιδράσουν με κάθε δυνατό τρόπο εμφανίζονται οι προμηθευτές ηλεκτρισμού στη νομοθετική διάταξη που προωθεί μέσω τροπολογίας το υπουργείο Περιβάλλοντος- Ενέργειας για την φορολόγηση των υπερεσόδων των εταιριών του κλάδου.
Μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει καμία διαβούλευση για το περιεχόμενο της τροπολογίας, η οποία αναμένεται να έχει κατατεθεί στη Βουλή ως το τέλος του μήνα. Οι προμηθευτές θεωρούν ότι οι πρόσφατες παρεμβάσεις της κυβέρνησης, μέσω των οποίων οι εταιρίες υποχρεώθηκαν να προβλέπουν την εξέλιξη της χονδρικής αγοράς ηλεκτρισμού για τον επόμενο μήνα και να διαμορφώνουν τα τιμολόγιά τους με βάση πρόβλεψη, χωρίς να μπορούν στη συνέχεια να διορθώσουν μεγάλες αποκλίσεις μέσω πχ εκπτώσεων στους πελάτες τους τον μήνα που ακολουθεί, είναι η αιτία του προβλήματος στην αγορά. Οι εταιρίες προμήθειας θεωρούν ότι η φορολόγηση με ποσοστό 90% ισοδυναμεί με δήμευση και εμφανίζονται αποφασισμένες να κινηθούν ακόμα και νομικά κατά του μέτρου.
Τονίζουν δε ότι ο όποιος υπολογισμός των λεγόμενων υπερεσόδων θα πρέπει συνεκτιμήσει και τα κόστη που έχουν προκύψει από τον νέο μηχανισμό τιμολόγησης εν μέσω της ενεργειακής κρίσης, όπως τα κόστη για ασφάλιστρα κινδύνου, το hedging, τις υψηλότατες ανάγκες ρευστότητας, τις επισφάλειες από ληξιπρόθεσμες οφειλές κλπ.
‘Ολες αυτές οι δαπάνες θα πρέπει να αφαιρεθούν από τα έσοδα των εταιριών για να διαπιστωθεί εάν πράγματι υπάρχουν υπερβάλλοντα κέρδη και αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσω ορκωτών λογιστών που πρέπει οπωσδήποτε να εμπλακούν στην όλη διαδικασία, τονίζουν παράγοντες της αγοράς.
Πρόσφτα ο ΕΣΠΕΝ, ο φορέας, που εκπροσωπεί τις εταιρίες προμήθειας έστειλε για το όλο ζήτημα επιστολή προς τον υπουργό Περιβάλλοντος-Ενέργειας Κώστα Σκρέκα και τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Θεόδωρο Σκυλακάκη. Μάλιστα ο κ. Σκρέκας επικαλέστηκε την επιστολή αυτή για να απαντήσει στις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης περί σύμπλευσης με τους μεγάλους επιχειρηματίες, σε συνέντευξη σε ραδιοφωνικό σταθμό.
Στην επιστολή ο ΕΣΠΕΝ τονίζει ότι η ρύθμιση για την έκτακτη φορολόγηση των προμηθευτών ενέργειας θα πρέπει να βασίζεται στις αυτοτελείς οικονομικές καταστάσεις των εταιρειών και το πραγματικό κόστος προμήθειας, σταθμίζοντας εκπτώσεις και ωφέλειες επί του ανταγωνιστικού σκέλους των τιμολογίων. Στο πλαίσιο αυτό, μεταξύ άλλων, θα πρέπει να συνυπολογιστεί τόσο το κόστος των ασφαλίστρων κινδύνου (risk premium) όσο και τα αποτελέσματα της αντιστάθμισης αυτού (hedging gains/ losses), καθώς και το κόστος για την κάλυψη των ιδιαιτέρως αυξημένων αναγκών χρηματοοικονομικής ρευστότητας κατά την τρέχουσα περίοδο. Η αξιολόγηση προφανώς πρέπει να λάβει υπόψη και τις επισφαλείς απαιτήσεις που σχετίζονται με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές και την Καθολική Υπηρεσία, οι οποίες εν τέλει αποτελούν ζημία για τα οικονομικά αποτελέσματα των εταιρειών, αναφέρει επίσης ο ΕΣΠΕΝ στην επιστολή.
Προσθέτει ότι εξαρχής επισήμανε ότι οι διατάξεις του Νόμου 4951/2022 (άρθ. 138) αναφορικά με την τιμολόγηση των τελικών πελατών βάσει προβλεπόμενων τιμών, σε τόσο ευμετάβλητες συνθήκες, εκ των πραγμάτων θα οδηγούσε σε αύξηση των τιμολογίων λόγω του πολύ υψηλού ασφάλιστρου (risk premium) που πρέπει να καταβληθεί από τους προμηθευτές για την αντιστάθμιση κινδύνου μέσω χρηματοπιστωτικών παραγώγων (hedging). “Οι μακροχρόνιες προβλέψεις, για διάστημα σχεδόν δύο μηνών, δημιουργούν ακόμα υψηλότερο κόστος, εφόσον ο κίνδυνος των margin calls δρα πολλαπλασιαστικά επί των ήδη υψηλών ασφαλίστρων.” καταλήγει η επιστολή.