Τον ”τελικό λογαριασμό” για τη νέα έκτακτη εισφορά, όπως αυτή θα διαμορφωθεί με την έκδοση της Κοινής Υπουργικής Απόφασης, περιμένουν οι προμηθευτές ηλεκτρισμού, μετά την κατάθεση στη Βουλή της τροπολογίας που φορολογεί τα λεγόμενα υπερέσοδα των εταιριών του κλάδου.
Η πρώτη καταβολή, που θα φθάνει στο 60% του συνόλου των υπερεσόδων για τους τρεις μήνες Αύγουστος- Οκτώβριος 2022, θα πρέπει να γίνει στις 23 Δεκεμβρίου, όπως ορίζει η τροπολογία και το υπόλοιπο 40% αργότερα, με την εκκαθάριση των λογαριασμών.
Η ισχύς του μέτρου εκτείνεται ως τον Ιούλιο του 2023, με βάση τους νόμους στους οποίους παραπέμπει η τροπολογία, ενώ η δεύτερη φάση θα αφορά το αμέσως επόμενο τρίμηνο, Νοεμβρίου 2022 -Ιανουαρίου 2023
Ενα από βασικά ζητούμενα όμως είναι πώς ακριβώς θα οριστούν τα υπερέσοδα, καθώς η τροπολογία παρέχει μεν κάποια στοιχεία, όχι όμως το σύνολο των παραμέτρων, από τις οποίες θα κριθούν πολλά.
Από την τροπολογία προκύπτει ότι η έκτακτη εισφορά για τις εταιρίες προμήθειας αφορά στο 100% των υπερεσόδων και όχι στο 90% όπως είχε αρχικώς διαρρεύσει από τον υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Για τον προσδιορισμό των υπερεσόδων θα συνυπολογιστούν μια σειρά από επιπλέον κόστη που υφίστανται οι εταιρίες, όμως όλα θα κριθούν από την εφαρμοστική Κοινή Υπουργική Απόφαση, την οποία και αναμένειη αγορά για να τοποθετηθεί συνολικά.
Σύμφωνα με την τροπολογία για τον υπολογισμό των υπερβάλλοντων εσόδων, θα ορίζεται μια Εύλογη Μέγιστη Τιμή Λιανικής ανά μήνα, με βάση το μέσο κόστος προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, προσαυξημένο με το εύλογο μέγιστο περιθώριο κέρδους και λαμβάνοντας υπόψη το εύλογο ποσοστό για απώλειες συστήματος, λειτουργικό κόστος και επισφάλειες. Το ερώτημα είναι πώς προσδιορίζεται το εύλογο της μέγιστης τιμής λιανικής.
Για τον υπολογισμό της Μέσης Τιμής Χρέωσης μπορεί να συνυπολογίζονται και τύποι σταθερών τιμολογίων των καταναλωτών χαμηλής τάσης, καθώς και εκπτώσεις που παρέχουν οι προμηθευτές. Το σημείο αυτό της τροπολογίας αφήνει ακάλυπτα τα σταθερά τιμολόγια στη Μέση και την Υψηλή Τάση, όπως πχ σταθερά τιμολόγια που έχει η ΔΕΗ με ενεργοβόρες βιομηχανίες, πράγμα που έχει προβληματίσει ιδιαίτερα τις εταιρίες προμήθειας και κυρίως τη ΔΕΗ. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες είναι πιθανόν να επανεξεταστεί και να αναδιατυπωθεί η σχετική διάταξη μέχρι την τελική ψήφιση της τροπολογίας.
Στελέχη εταιριών προμήθειας υπογράμμιζαν ότι εκείνο που τους απασχολεί ιδιαίτερα είναι ο τρόπος μέσω του οποίου θα προσδιορίζεται το εύλογο κέρδος. Τόνιζαν ότι σε συνθήκες ενεργειακής κρίσης το εύλογο περιθώριο κέρδους δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ούτε από το ΥΠΕΝ, αλλά ούτε και από τη ΡΑΕ. Θεωρούν ότι όταν η μεταβλητότητα στην αγορά είναι τόσο μεγάλη, με τις τιμές τη μία ημέρα στα 500 ευρώ/MWh και την άλλη στα 200 ευρώ/MWh, θα ήταν καλύτερο ως εύλογο κέρδος να προσδιοριστεί ένα ποσόσε ευρώ/MWh, παρά κάποιος ποσοστό ή συντελεστής. Τονίζουν επίσης, ότι πρέπει να συνυπολογιστούνπαράμετροι όπως οι επισφάλειες, το χρηματοοικονομικό κόστος, το marketing των εταιριών, ο αριθμός των απασχολουμένων και κυρίως θα το ρίσκο της μεθοδολογίας, με την πρόβλεψη τιμής για τον επόμενο μήνα, που ισχύει από τον Ιούλιο, στο πλαίσιο του σχετικού μηχανισμού του ΥΠΕΝ.
Το έργο του προσδιορισμού της εισφοράς ανά προμηθευτή έχει ανατεθεί στη ΡΑΕ, η οποία θα χρειαστεί τη συνδρομή εξειδικευμένων συμβούλων. Στο πλαίσιο αυτό εκτιμάται ότι σε πρώτη φάση και έως τις 23 Δεκεμβρίου το ΥΠΕΝ θα ζητήσει την καταβολή ενός ποσού από κάθε μια εταιρία προμήθειας, αλλά το τελικό ύψος της εισφοράς που θα ξεκαθαρίσει στις αρχές του 2023 και θα είναι πολύ διαφορετικό από το αρχικώς προβλεπόμενο.
Στόχος του υπουργείου, σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, είναι ως το τέλος του έτους να εισπράξει περί τα 400 εκατ. ευρώ.Η έκτακτη εισφορά, η οποία θα αποδίδεται στον ΔΑΠΕΕΠ ως διαχειριστή του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης, θα συμψηφίζεται με πιθανές εκκρεμείς πληρωμές από το ΤΕΜ προς τους προμηθευτές, που προκύπτουν από την επιδότηση των λογαριασμών ρεύματος των καταναλωτών. Σε περιπτώσεις αρνητικής διαφοράς, δηλαδή αν τα υπερβάλλοντα έσοδα του μήνα εξέτασης λάβουν αρνητική τιμή, η εισφορά για τον συγκεκριμένο μήνα λογίζεται ως μηδενική και το εν λόγω αρνητικό ποσό απομειώνει την έκτακτη εισφορά των αμέσως επόμενων μηνών, μέχρι να λήξει η εφαρμογή του μέτρου.