Συνεχίζει η ελληνική χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας να είναι η ακριβότερη της Ευρώπης, παρά τη σημαντική αποκλιμάκωση των τιμών του φυσικού αερίου.
Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει τις επισημάνσεις παραγόντων της αγοράς ότι όσο το κόστος παραγωγής ηλεκτρισμού επιβαρύνεται με υπερβολική φορολόγηση όπως τα 10 ευρώ/MWh στο φυσικό αέριο για ηλεκτροπαραγωγή, η ελληνική χονδρική αγορά θα παραμένει ακριβή και θα χρειάζονται υψηλές επιδοτήσεις για τη συγκράτηση των λιανικών τιμών. Αξίζει να σημειωθεί ότι η φορολόγηση στις ενεργειακές εταιρίες που επιβλήθηκε από την Ελλάδα χαρακτηρίζεται ως υψηλή σε έκθεση της ΙΕΑ στην οποία επίσης αξιολογείται, μάλλον αρνητικά και το ιβηρικό μοντέλο.
Σε ότι αφορά την πορεία της ελληνικής χονδρεμπορικής αγοράς είναι ενδεικτικό ότι ενώ τη τιμή του φυσικού αερίου στο ολλανδικό hub TTF για τα συμβόλαια Μαρίου έκλεισε χθες στα 53,2 ευρώ/MWh έχοντας επανέλθει στο επίπεδο του Δεκεμβρίου του 2021, δηλαδή πριν το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας στην ελληνική χονδρεμπορική αγορά για σήμερα 10/2 διαμορφώθηκε στα 167,5 ευρώ/MWh με άνοδο 5,1% και είναι η δεύτερη υψηλότερη της Ευρώπης μετά τη παραδοσιακά ακριβή αγορά της Ιταλίας όπου η τιμή έχει διαμορφωθεί τα 168,1 ευρώ/MWh.
Στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία η τιμή διαμορφώθηκε στα 163,7 ευρώ/MWh, στην Γαλλία στα 158,7 ευρώ/MWh, στη Γερμανία στα 125,9 ευρώ/MWh και στην Ισπανία και την Πορτογαλία που όπως είναι γνωστό εφαρμόζουν ένα δικό τους μηχανισμό τιμολόγησης στα 142 ευρώ/MWh.
Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι πρόσφατη μελέτη της ΙΕΑ που επιχείρησε να αποτιμήσει τον μηχανισμό που εφαρμόζεται στην Πορτογαλία και την Ισπανία, το περίφημο ιβηρικό μοντέλο, σημειώνει ότι «κατάφερε να μειώσει τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ισπανία αλλά, ταυτόχρονα, το ανώτατο όριο τιμών στο φυσικό αέριο ηλεκτροπαραγωγής οδήγησε σε αύξηση της κατανάλωσης φυσικού αερίου στην Ισπανία καθώς και σε εξαγωγή της φθηνότερης ενέργειας προς τις γειτονικές χώρες, οι οποίες ωφέλησαν την Πορτογαλία, το Μαρόκο και κυρίως τη Γαλλία. Γεγονός που προκάλεσε στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ, καθώς και στις αγορές spot και futures της Ιβηρικής».
Η ίδια έκθεση σχολιάζει και τα μέτρα έκτακτης φορολόγηση επί των υπερκερδών των ενεργειακών εταιριών, που επέβαλαν χώρες της ΕΕ αρχής γενομένης από την Ελλάδα. Η έκθεση της ΙΕΑ σημειώνει ότι ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ, επέβαλαν πολύ υψηλότερη φορολογία από το 33% που ήταν το ποσοστό αναφοράς και παραθέτει ενδεικτικά ότι η Τσεχία επέβαλε φόρο στα υπερκέρδη 60%, η Ελλάδα 90% και η Ιταλία 50%.
Αναφερόμενη δε στο ζήτημα του πλαφόν που επέβαλε η Ευρωπαϊκή Ένωση στη τιμή του φυσικού αερίου η ΙΕΑ σημειώνει ότι είναι πολύ νωρίς για να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις του, ενώ οι βασικές πτυχές της εφαρμογής του πρέπει να αποσαφηνιστούν.
«Η αλληλεπίδραση μεταξύ του πλαφόν και των προθεσμιακών αγορών, όπου πολλοί από τους παραγωγούς μπορεί να έχουν ήδη πουλήσει ποσότητες ενέργειας, θα είναι καθοριστικής σημασίας για την επιτυχία του μέτρου», αναφέρεται.
Τώρα σε ότι αφορά την ελληνική αγορά σήμερα πρέπει να σημειωθεί ότι για μια ακόμη ημέρα είναι πολύ υψηλή η συμμετοχή των ΑΠΕ και φθάνει στο 34,4%. Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι η συμμετοχή του λιγνίτη έσπασε το φράγμα του 20% και έφθασε στο 21,35% ενώ η συμμετοχή του φυσικού αερίου είναι χαμηλότερη στο 19,9%. Υψηλές είναι και οι εισαγωγές στο 16,69%.
Η σημαντική άνοδος του λιγνίτη οφείλεται στο γεγονός ότι στο σύστημα εγχύουν ενέργεια οι τρεις λιγνιτικές μονάδες του Αγίου Δημητρίου, η Μελίτη και βεβαίως η Πτολεμαΐδα 5 η οποία εισφέρει 616 MW κοντά στο μέγιστο της δυναμικότητας της παρά το γεγονός ότι βρίσκεται στη φάση του commissioning.