Οι απαγορεύσεις και τα ανώτατα όρια τιμών που στοχεύουν το ρωσικό πετρέλαιο έχουν το «προβλεπόμενο αποτέλεσμα» παρά την εκπληκτικά ανθεκτική παραγωγή και εξαγωγές τους τελευταίους μήνες, σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Ενέργειας (ΙΕΑ). Το εμπάργκο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα ρωσικά πετρελαϊκά προϊόντα τέθηκε σε ισχύ στις 5 Φεβρουαρίου, με βάση το ανώτατο όριο τιμής του πετρελαίου στα 60 δολάρια που είχε αποφασιστεί από τις μεγάλες οικονομίες της G-7 (Ομάδα των Επτά) στις 5 Δεκεμβρίου.
Ο Τόνιλ Μποσκόνι επικεφαλής του τμήματος βιομηχανίας πετρελαίου και αγορών στην IEA, δήλωσε ότι η παραγωγή και οι εξαγωγές πετρελαίου της Ρωσίας διατηρήθηκαν «πολύ καλύτερα από το αναμενόμενο» τους τελευταίους μήνες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Μόσχα μπόρεσε να επαναδρομολογήσει μεγάλο μέρος του αργού, που προηγουμένως πήγαινε στην Ευρώπη, σε νέες αγορές στην Ασία.
Η Κίνα, η Ινδία και η Τουρκία αύξησαν ειδικότερα τις αγορές για να αντισταθμίσουν εν μέρει την πτώση κατά 400.000 βαρέλια ημερησίως στις εξαγωγές ρωσικού αργού στην Ευρώπη τον Ιανουάριο, σύμφωνα με την έκθεση της IEA για την αγορά πετρελαίου που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη. Ορισμένες ποσότητες ρωσικού πετρελαίου συνεχίζουν, επίσης, να κατευθύνονται προς την Ευρώπη μέσω του αγωγού Druzhba και της Βουλγαρίας, οι οποίες εξαιρούνται από το εμπάργκο της ΕΕ.
Ως εκ τούτου, η ρωσική καθαρή παραγωγή πετρελαίου μειώθηκε μόνο κατά 160.000 βαρέλια ημερησίως από τα προπολεμικά επίπεδα τον Ιανουάριο, με 8,2 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου να αποστέλλονται στις αγορές παγκοσμίως, ανέφερε η IEA. Τα ανώτατα όρια τιμών της G-7 μπορεί επίσης να βοηθήσουν στην ενίσχυση των ρωσικών εξαγωγών σε κάποιο βαθμό, καθώς η Μόσχα αναγκάζεται να πουλάει το πετρέλαιο Urals σε χαμηλότερη τιμή σε εκείνες τις χώρες που συμμορφώνονται με τα ανώτατα όρια, γεγονός που δυνητικά το κάνει πιο ελκυστικό από άλλες πηγές αργού.
Παρά τους σημαντικούς όγκους εξαγωγών της Ρωσίας, ο Μποσκόνι υποστήριξε ότι αυτό δεν σημαίνει ότι οι κυρώσεις είχαν αποτύχει. «Το ανώτατο όριο τιμών τέθηκε σε εφαρμογή για να επιτρέψει στο ρωσικό πετρέλαιο να συνεχίσει να ρέει στην αγορά, αλλά ταυτόχρονα να μειώσει τα ρωσικά έσοδα. Παρόλο που η ρωσική παραγωγή έρχεται στην αγορά, βλέπουμε ότι τα έσοδα που λαμβάνει η Ρωσία από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο της έχουν πραγματικά μειωθεί».
«Για παράδειγμα, τον Ιανουάριο, τα έσοδα από τις εξαγωγές για τη Ρωσία ήταν περίπου 13 δισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή μειωμένα κατά 36% σε σχέση με ένα χρόνο πριν», σημείωσε. «Οι ρωσικές δημοσιονομικές εισπράξεις από τη βιομηχανία πετρελαίου μειώθηκαν κατά 48% το έτος, οπότε με αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε ότι το ανώτατο όριο τιμών έχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα».
Τόνισε, επίσης, την αυξανόμενη διαφορά μεταξύ των τιμών του ρωσικού αργού Urals και του διεθνούς πετρελαίου αναφοράς Brent. Το πρώτο είχε κατά μέσο όρο 49,48 δολάρια το βαρέλι τον Ιανουάριο, σύμφωνα με το ρωσικό υπουργείο Οικονομικών, ενώ το Brent διαπραγματευόταν πάνω από τα 85 δολάρια το βαρέλι την Πέμπτη.
Είναι σημαντικό ότι ο προϋπολογισμός της Ρωσίας για το 2023 βασίζεται σε μέσο όρο τιμής στα Ουράλια 70,10 $/βαρέλι, επομένως η πτώση των δημοσιονομικών εσόδων από τις δραστηριότητες πετρελαίου από έτος σε έτος αφήνει μια σημαντική τρύπα στα δημόσια οικονομικά.
Ο Μποσκόνι ανέφερε, επίσης, ότι οι ενδείξεις δείχνουν πως η Μόσχα μπορεί να μην είναι σε θέση να ανακατανείμει το εμπόριο προϊόντων πετρελαίου με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί στις εξαγωγές αργού, γι′ αυτό η ΔΟΕ αναμένει περαιτέρω πτώση των εξαγωγών και της παραγωγής τους επόμενους μήνες.
«Βλέπουμε τώρα κάποια ανακατανομή του εμπορίου των προϊόντων, αλλά δεν είδαμε την ίδια αλλαγή που είδαμε για το αργό, γι′ αυτό και αναμένουμε πτώση των ρωσικών εξαγωγών και πτώση της παραγωγής», κατέληξε.