Στην πολιτική αντιπαράθεση των τελευταίων ημερών έχει εισέλθει η αύξηση των τελών χρήσης δικτύου του ΔΕΔΔΗΕ, η οποία ισχύει από την 1η Μαϊου και έχει προκαλέσει πολλές και ποικίλες αντιδράσεις.
Η αύξηση προέκυψε μετά την έγκριση από τη ΡΑΕ της αύξησης του ετήσιου επιτρεπόμενου εσόδου του ΔΕΔΔΗΕ από 744 εκατ. ευρώ που ήταν την περίοδο 2019 -2022, σε 981 εκατ. ευρώ για το 2023. Πρόκειται για μία αύξηση 30% του ετήσιου εσόδου του ΔΕΔΔΗΕ, η οποία κατανέμεται στους καταναλωτές μέσω της αύξησης των τελών χρήσης δικτύου, με κύριο κριτήριο την ισχύ των εγκαταστάσεων και λιγότερο το ύψος της κατανάλωσης. Με άλλα λόγια αυτό σημαίνει ότι την μεγαλύτερη επιβάρυνση την έχουν τα περίπου 1-1,5 εκατομμύριο καταναλωτές με τριφασικό ρεύμα 25 KVA.Για τους καταναλωτές με μονοφασική παροχή η τελική δαπάνη είναι χαμηλότερη.
Στο θέμα αναφέρεται με ανακοίνωση το ΠΑΣΟΚ, με τον υπεύθυνο τομεάρχη Ενέργειας Χάρη Δούκα να τονίζει ότι η αύξηση έγινε εν κρυπτώ με βάση μια απόφαση της ΡΑΕ που δεν δημοσιοποιήθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο όταν ελήφθη, ενώ με δεύτερη απόφαση της η ΡΑΕ προσδιόρισε τη μεθοδολογία χωρίς βεβαίως να είναι σαφές τι ακριβώς θα πληρώσουν οι καταναλωτές.
Ο κ. Δούκας υπογραμμίζει ότι οι καταναλωτές θα πληρώσουν τις επενδύσεις που θα πρέπει να κάνει ο ΔΕΔΔΗΕ για τον εκσυγχρονισμό του δικτύου, ενώ ο Διαχειριστής ανήκει κατά 49% σε ιδιωτικό fund,με ρόλο στρατηγικού επενδυτή. “Ενός επενδυτή που σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της κυβέρνησης ήταν αναγκαίο να συμμετάσχει στο μετοχικό κεφάλαιο του ΔΕΔΔΗΕ προκειμένου να συμμετάσχει στη χρηματοδότηση των επενδύσεων που απαιτούνται τα επόμενα χρόνια για την ανάπτυξη του δικτύου”, όπως αναφέρει η ανακοίνωση.
Ο κ. Δούκας ζήτησε να ανακληθεί άμεσα η απόφαση. Μέχρι στιγμής πάντως η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας υπό τον Κώστα Σκρέκα δεν έχει λάβει θέση για το όλο ζήτημα.
Αντιδράσεις όμως υπήρξαν και από τους προμηθευτές ηλεκτρισμού. Ο ΕΣΠΕΝ (Ελληνικός Σύνδεσμος Προμηθευτών Ενέργειας) σε πρόσφατη ανακοίνωση αναφέρει ότι οι αυξήσεις στα τέλη χρήσης δικτύου δεν ανταποκρίνονται στην ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών και ότι θέτουν ζήτημα ανταγωνισμού επειδή ο τρόπος με τον οποίο έγινε η αύξηση πλήττει κυρίως τους καταναλωτές με μεγαλύτερη ισχύ σύνδεσης ή καταμετρούμενη ισχύ κατά τις ώρες αιχμής (για παροχές με ωριαίο μετρητή). Με άλλα λόγια αφορά τους καταναλωτές που τροφοδοτούνται στη Μέση Τάση και είναι συμβεβλημένοι σε ποσοστό της τάξης του 65-70% με ιδιώτες παρόχους.
Ο ΕΣΠΕΝ σημειώνει ότι για τον ΔΕΔΔΗΕ η ανάκτηση του λειτουργικού και επενδυτικού κόστους είναι πράγματι απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία του δικτύου, «ωστόσο για την αποτελεσματική λειτουργία και την ανάπτυξη του δικτύου, αποτελεί επίσης προϋπόθεση η διασφάλιση της οικονομικής αποδοτικότητας και της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών μέσω οικονομικών κινήτρων και συνεπειών στο Απαιτούμενο Έσοδο του Διαχειριστή».
Ο Σύνδεσμός θέτει επίσης το ζήτημα των σημαντικών απωλειών του δικτύου και τονίζει ότι θα πρέπει να εφαρμοστεί το ταχύτερο η απόφαση της ΡΑΕ για τη θέσπιση μηχανισμού κινήτρου για την απομείωση των ελεγχόμενων λειτουργικών δαπανών συμπεριλαμβανομένων των απωλειών δικτύου.
Σύμφωνα με υπολογισμούς του ΔΕΔΔΗΕ ο μέσος όρος της χρέωσης χρήσης δικτύου για τις περίπου 6,5 εκατ. παροχές θα αυξηθεί από 59 ευρώ ετησίως σε 81 ευρώ ετησίως, δηλαδή περίπου 2 ευρώ/μήνα, ποσό που δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσβάσταχτο.
Tο πρόβλημα όμως είναι ότι η αύξηση αυτή έρχεται να προστεθεί στα υψηλά τιμολόγια χρέωσης της ηλεκτρικής ενέργειας, που έχουν καταστήσει συνολικά δυσβάσταχτους τους λογαριασμούς ρεύματος.