Έδωσε στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS Morningstar την Παρασκευή, αναβαθμίζοντας το αξιόχρεο της Ελλάδας στη βαθμίδα BBB (low) με σταθερές προοπτικές (trend), από τη βαθμίδα BB (high) - που ήταν μία βαθμίδα χαμηλότερα από τη λεγόμενη επενδυτική - και τις σταθερές προοπτικές. Σημειώνεται ότι η Ελλάδα έλαβε επενδυτική βαθμίδα για πρώτη φορά από το 2009.
Η αναβάθμιση αντανακλά την άποψη της DBRS ότι, σύμφωνα με το εντυπωσιακό ιστορικό της Ελλάδας, οι ελληνικές αρχές θα παραμείνουν προσηλωμένες στη δημοσιονομική υπευθυνότητα, διασφαλίζοντας ότι ο δείκτης του δημόσιου χρέους θα παραμείνει σε πτωτική τάση. Τα μέτρα στήριξης που σχετίζονται με την ενέργεια δεν εμπόδισαν το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο να φτάσει σε πλεόνασμα 0,1% του ΑΕΠ το 2022. Ο οίκος αναμένει πλεόνασμα 1,1% φέτος και 2,1% το 2024. Από το αποκορύφωμά του το 2020, ο λόγος του δημόσιου χρέους έχει μειωθεί κατά 35 ποσοστιαίες μονάδες, εκ των οποίων 23 π.μ. πέρυσι, επωφελούμενος από τη δημοσιονομική εξυγίανση και την ισχυρή ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ. Η σημαντική βελτίωση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και του χρέους ενισχύεται από την ισχυρή δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης για την εφαρμογή ενός συνετού δημοσιονομικού σχεδίου.
Παρά τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες του 2002, σημειώνει ο οίκος, η ελληνική οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα, καταγράφοντας ανάπτυξη κατά 5,9% με συνεχή βελτίωση στην αγορά εργασίας, με στήριξη την ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση, τις επενδύσεις και την ανάκαμψη του τουριστικού κλάδου. Καθώς συνεχίζεται η εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0), οι επενδύσεις θα παραμείνουν σημαντικός παράγοντας ανάπτυξης, αν και υπάρχουν εξωτερικοί καθοδικοί κίνδυνοι. Η βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας, τονίζει η DBRS, αντανακλά επίσης την ενίσχυση της συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και τα θεσμικά όργανα της ευρωζώνης. Επομένως, η Ελλάδα εξακολουθεί να επωφελείται από ισχυρή στήριξη και χρηματοδοτικά οφέλη σε περιόδους κρίσεων, ιδίων με τα νέα εργαλεία της ΕΕ που έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια.
Η βαθμίδα BBB (low) που έλαβε η Ελλάδα και οι σταθερές προοπτικές υποστηρίζονται από την ιδιότητά της ως μέλους της ΕΕ και της ευρωζώνης και από την εφαρμογή προηγούμενων οικονομικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας. Ο οίκος τονίζει ότι η Ελλάδα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο όσον αφορά το Σχέδιο Ανάκαμψης, το οποίο αποτελείται από μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, μειώνοντας έτσι το επενδυτικό χάσμα μεταξύ της χώρας και των άλλων χωρών της ευρωζώνης. Η DBRS Morningstar εκτιμά ότι οι πόροι της ΕΕ θα συνεχίσουν να παρέχουν κίνητρα για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύουν την ανάπτυξη, ενώ θα στηρίξουν και την αύξηση των επενδύσεων με κεφάλαια που θα διοχετεύονται επίσης μέσω του ενισχυμένου τραπεζικού συστήματος. Η αξιολόγηση περιορίζεται από τις οικονομικές κληρονομιές της Ελλάδας από την παρατεταμένη κρίση, δηλαδή τον πολύ υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους, το ακόμη σημαντικό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) και το υψηλό ποσοστό ανεργίας.
Η νέα κυβέρνηση διασφαλίζει τη συνέχεια της δημοσιονομικής πολιτικής
Η νίκη της Νέας Δημοκρατίας, σύμφωνα με τη DBRS, εξασφαλίζει μία ακόμη περίοδο πολιτικής σταθερότητας στην Ελλάδα, διασφαλίζοντας τη συνέχεια της δημοσιονομικής πολιτικής.
Η κυβερνητική πλειοψηφία είναι ισχυρή και θα παρέχει νομοθετική σταθερότητα σε μια εποχή που η Ελλάδα πρέπει να εκπληρώσει του στόχους του Σχεδίου Ανάκαμψης, με στόχο την ενίσχυση των οικονομικών προοπτικών. Η DBRS θεωρεί ότι η πολιτική ατζέντα της Νέας Δημοκρατίας ευθυγραμμίζεται σε γενικές γραμμές με τις προσδοκίες. Επιπλέον, η κυβέρνηση, αναφέρει, αναμένεται να παραμείνει προσηλωμένη στη δημοσιονομική πειθαρχία. Στο Πρόγραμμα Σταθερότητας 2023, η κυβέρνηση προβλέπει ότι το χρέος θα μειωθεί στο 162,6% του ΑΕΠ στο τέλος του 2023 και στο 135,2% στο τέλος του 2026. Οι κυβερνητικές προτεραιότητες επικεντρώνονται στην επιτυχή εφαρμογή του προγράμματος "Ελλάδα 2.0", με αρκετές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις να βρίσκονται στον ορίζονται. Ακόμη, η ΝΔ σχεδιάζει να εκσυγχρονίσει το σύστημα δικαιοσύνης και το εθνικό σύστημα υγείας, τα οποία, μαζί με τις βελτιώσεις στην εκπαίδευση θα συμβάλλουν στην επίτευξη μακροπρόθεσμων οφελών.
Η αύξηση των επενδύσεων ενισχύει τις οικονομικές επιδόσεις φέτος
Μετά την έντονη ανάκαμψη του 2021, η ελληνική οικονομία συνέχισε να βρίσκεται σε καλή πορεία το 2022, με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 5,9%. ξεπερνώντας τους μέσους όρους της ΕΕ και της ευρωζώνης. Το 2021, η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 8,4%, υποστηριζόμενη από την ισχυρή αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών, καθώς και από την ιδιωτική κατανάλωση. Η οικονομία παρέμεινε ισχυρή το 2022, σημειώνοντας αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 5,9% χάρη στις συνεχιζόμενες βελτιώσεις στηνα γορά εργασίας και στα μέτυρα στήριξης της κυβέρνησης. Φέτος, η ανάπτυξη αναμένεται να συγκρατηθεί, αν και θα ξεπεράσει το 2%, καθώς τα σταθερά έσοδα από τον τουρισμό και η ενίσχυση της επενδυτικής δραστηριότητας θα στηρίξουν την οικονομία. Στο Πρόγραμμα Σταθερότητας 2023, η κυβέρνηση προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,3% φέτος, η οποία θα προέλθει κυρίως από τις επενδύσεις. Με τη στήριξη επίσης των Ταμείων Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, οι επενδυτικές δαπάνες αυξάνονται από το 2019, αυξάνοντας το μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ από 10,7% σε 13,7% στο τέλος του 2022. Κατά την άποψη της DBRS Morningstar, η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων του παρελθόντος έχει ενισχύσει την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να σημειώνει ικανοποιητική πρόοδο στην υλοποίηση του σχεδίου "Ελλάδα 2.0". Το γεγονός αυτό συμβάλλει επίσης στην αύξηση του κεφαλαιακού αποθέματος, το οποίο το 2022 έγινε θετικό, για πρώτη φορά από το 2009. Στα τέλη Αυγούστου, η κυβέρνηση ζήτησε να τροποποιήσει το σχέδιό της και να προσθέσει πρόσθετο κεφάλαιο στο πλαίσιο του REPowerEU. Το συνολικό κονδύλι αναμένεται να φθάσει σχεδόν τα 36 δισ. ευρώ για μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, γεγονός που αναμένεται να συμβάλει στην κάλυψη του επενδυτικού χάσματος μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων χωρών της ΕΕ και στη βελτίωση των προοπτικών ανάπτυξης. Αυτό αποτελεί παράγοντα που συμβάλλει στη βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας, σύμφωνα με τη DBRS Morningstar. Η αξιοποίηση των κονδυλίων της ΕΕ, αν συνδυαστεί με την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα βελτιώσει τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας. Επιπλέον, το αποτέλεσμα των εκλογών του Ιουνίου 2023 θα φέρει άλλα τέσσερα χρόνια πολιτικής σταθερότητας, επιτρέποντας στην κυβέρνηση να προχωρήσει με γοργούς ρυθμούς στις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις, τονίζει ακόμη ο οίκος.
Η δημοσιονομική θέση της χώρας βελτιώθηκε το 2022, η δέσμευση για τα δημοσιονομικά αποτελεί βασικό παράγοντα της αναβάθμισης
Από το 2009 η Ελλάδα πέρασε μια άνευ προηγουμένου δημοσιονομική προσαρμογή με τη σωρευτική βελτίωση του πρωτογενούς ισοζυγίου να ξεπερνά τις 14 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2019. Μετά από χρόνια υπεραπόδοσης, η Ελλάδα κατέγραψε υψηλά ελλείμματα το 2020 και το 2021 λόγω της βαθιάς οικονομικής συρρίκνωσης και των μέτρων στήριξης για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας. Το δημοσιονομικό έλλειμμα διαμορφώθηκε στο 9,7% του ΑΕΠ το 2020, το τρίτο μεγαλύτερο στην ΕΕ, πριν μειωθεί στο 7,1% του ΑΕΠ το 2021.
Πέρυσι, οι δημοσιονομικοί λογαριασμοί κατέγραψαν σημαντική βελτίωση με το πρωτογενές ισοζύγιο να μετατρέπεται σε μικρό πλεόνασμα 0,1%. του ΑΕΠ. Το 2023, οι συνετές δημοσιονομικές πολιτικές και η θετική ανάπτυξη αναμένεται να οδηγήσουν σε πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ. Η DBRS Morningstar πιστεύει ότι η Ελλάδα θα διατηρήσει τη δέσμευσή της για τη δημοσιονομική προσαρμογή. Στο Πρόγραμμα Σταθερότητας για το 2023, η κυβέρνηση προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 2% του ΑΕΠ από το 2024 έως το 2026.
Αν και υποχώρησαν, οι κίνδυνοι για τις δημοσιονομικές προοπτικές παραμένουν και σχετίζονται με βραδύτερη ανάπτυξη που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ασθενέστερα δημοσιονομικά έσοδα, την εξέλιξη της ενεργειακής κρίσης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πρόσθετες δαπάνες που θα προκύψουν από υψηλότερες τιμές ενέργειας και την ενεργοποίηση του κράτους των εγγυήσεων που δόθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Το δημόσιο χρέος παραμένει το υψηλότερο στην Ευρωζώνη αλλά μετριάζονται οι κίνδυνοι
Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας κορυφώθηκε στο 206,4% του ΑΕΠ το 2020 πριν υποχωρήσει στο 171,3% το 2022, λόγω των βελτιωμένων δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και της υψηλής αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ.
Στον κρατικό προϋπολογισμό του 2023, η κυβέρνηση προβλέπει ότι ο δείκτης του δημόσιου χρέους θα συνεχίσει την πτωτική του τάση στο 162,6% το 2023, καταγράφοντας πτώση 43,8 ποσοστιαίων μονάδων από το 2020 και κάτω από τα επίπεδα του 2012.
Οι αποδόσεις των ελληνικών 10ετών κρατικών ομολόγων μετά την καταγραφή ιστορικών χαμηλών επιπέδων το 2021 αυξήθηκαν, αλλά πρόσφατα υποχώρησαν κάτω από το 4%.
Υπάρχουν αρκετοί παράγοντες μετριασμού του κινδύνου που σχετίζονται με την ευνοϊκή δομή χρέους της Ελλάδας, καθώς ο δημόσιος τομέας κατέχει περισσότερο από το 70% του δημόσιου χρέους με πολύ μεγάλη σταθμισμένη μέση διάρκεια λήξης 20 ετών στο τέλος του 2022 και με 100% του χρέους σε σταθερά επιτόκια.
Επιπλέον, o ΟΔΔΗΧ έχει εφαρμόσει μια προληπτική στρατηγική διαχείρισης χρέους χρησιμοποιώντας αντισταθμίσεις επιτοκίων για να μετριάσει τον κίνδυνο αύξησης του κόστους χρηματοδότησης μεσοπρόθεσμα. Το 2023, το μέσο πραγματικό επιτόκιο του μεσοπρόθεσμου έως μακροπρόθεσμου χρέους αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1,2%.
Η Ελλάδα έχει αποπληρώσει πλήρως τα δάνειά της από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και προπλήρωσε 2,7 δισεκατομμύρια ευρώ της Ελληνικής Δανειακής Διευκόλυνσης (δάνεια GLF) το 2022.
Μια περαιτέρω πρόωρη αποπληρωμή αναμένεται μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους. Παρά το ευνοϊκό προφίλ χρέους, η DBRS Morningstar σημειώνει ότι η βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας βασίζεται κυρίως στην ικανότητά της να επιστρέφει και να διατηρεί πρωτογενή πλεονάσματα και σε σταθερούς ρυθμούς αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, καθώς μακροπρόθεσμα το χρέος του επίσημου τομέα θα αντικατασταθεί με χρέος που χρηματοδοτείται από την αγορά. θα είναι ευαίσθητα στην αστάθεια της αγοράς.
Τα σημαντικά ταμειακά αποθέματα ύψους περίπου 35 δισεκατομμυρίων ευρώ συνεχίζουν να χρησιμεύουν ως απόθεμα ρευστότητας και να ενισχύουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά. Αυτά τα αποθεματικά, συνδυάζονται με την προληπτική στρατηγική διαχείρισης χρέους για την επίτευξη του χαμηλότερου δυνατού κόστους επιτοκίου, μειώνοντας έτσι σημαντικά τους κινδύνους αποπληρωμής και ενισχύοντας τον θετικό ποιοτικό παράγοντα στο δομικό στοιχείο "Χρέος και Ρευστότητα". Ταυτόχρονα, κατά την άποψη της DBRS Morningstar, η δημοσιονομική ευθύνη και η βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη είναι βασικά σε σχέση με τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας.
Σημαντική πρόοδος στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL), αλλά τα υψηλότερα επιτόκια ενδέχεται να επηρεάσουν την ικανότητα αποπληρωμής των οφειλετών
Ο οίκος σημειώνει ότι έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες για την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού κλάδου της Ελλάδας. Ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε στο 8,8% στο τέλος του α' τριμήνου του 2023 από 12,1% το α' τρίμηνο του 2021, μειωμένος κατά 40,3 ποσοστιαίες μονάδες παό το αποκορύφωμά του τον Ιούνιο του 2017. Η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως στις πωλήσεις και τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο του προγράματος "Ηρακλή", το οποίο έληξε τον Οκτώβριο του 2022. Η ποιότητα του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών συνέχισε να βελτιώνεται, κυρίως λόγω δραστηριοτήτων εξυγίανσης. Στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, η Ελλάδα θα αντλήσει δάνεια ύψους 12,7 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 11,7 δισ. ευρώ θα διοχετευθούν μέσω των ελληνικών τραπεζών.
Η DBRS Morningstar τονίζει ότι η αποτελεσματική διαχείριση και κατανομή των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης από τις τράπεζες, σε συνδυασμό με τη σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων που έχει πραγματοποιηθεί, τοποθετεί τις τράπεζες σε καλή θέση ώστε να αυξήσουν την παροχή δανείων προς τις ελληνικές επιχειρήσεις, στηρίζοντας έτσι την οικονομική ανάκαμψη. Παράλληλα, το πιο δύσκολο μακροοικονομικό περιβάλλον και το περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών και να οδηγήσει σε νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και άμεσες ξένες επενδύσεις
Η μείωση του τουρισμού και οι υψηλές τιμές εισαγωγής ενέργειας οδήγησαν σε επιδείνωση του ελλείματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η βελτίωση της εξωτερικής ανταγωνιστικότητας, η ανάκαμψη του ταξιδιωτικού ισοζυγίου και οι χαημλότερες τιμές ενέργειας αποτελούν ελαφρυντικούς παράγοντες. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε το 2020 και το 2021, φθάνοντας το 6,6% και το 6,8% του ΑΕΠ αντίστοιχα, κυρίως λόγω της σημαντικής επιδείνωσης του ταξιδιωτικού ισοζυγίου εξαιτίας των περιορισμών λόγω της πανδημίας του κορονοϊού. Πέρυσι, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έφθασε το 9,7% του ΑΕΠ λόγω της μεγάλης εξάρτησης της Ελλάδας από τις εισαγωγές ενέργειας σε συνδυασμό με την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας. Αυτό συνέβη παρά τις ισχυρές επιδόσεις των εξαγωγών, ιδίως των υπηρεσιών, λόγω της ανάκαμψης των διεθνών τουριστικών ροών. Ένα μέρος του ελλείμματος εξηγείται από διαρθρωτικούς παράγοντες που σχετίζονται με το υψηλό κόστος ενέργειας και την πράσινη μετάβαση και ένα μέρος είναι κυκλικό που σχετίζεται με την επιστροφή στην ισχυρή ζήτηση και τις επενδύσεις, οι τελευταίες ενδεχομένως να οδηγήσουν σε μελλοντική διαρθρωτική βελτίωση με τη δημιουργία της ικανότητας για περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών μεσοπρόθεσμα.
Ο τουριστικός τομέας ανέκαμψε έντονα το 2022 με τις διεθνείς αφίξεις τουριστών να φτάνουν σχεδόν στο 90% των επιπέδων του 2019 και τις ταξιδιωτικές εισπράξεις το 99% των επιπέδων του 2019.
Ο ξένος τουρισμός συνεχίζει να έχει καλές επιδόσεις φέτος με τις διεθνείς αφίξεις το πρώτο εξάμηνο του έτους να ξεπερνούν τα επίπεδα του 2019 και του 2022. Οι πρόσφατες πυρκαγιές σε ορισμένα νησιά δεν αναμένεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα ούτε στα δημόσια οικονομικά το 2023, αλλά εάν επαναληφθούν σε υψηλή συχνότητα οι επιπτώσεις θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν τις τουριστικές ροές τα επόμενα χρόνια.
Η μακροοικονομική προσαρμογή από το 2010 και οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας του 2012 έχουν βελτιώσει την εξωτερική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Οι εξαγωγικές επιδόσεις της Ελλάδας έχουν βελτιωθεί σημαντικά, με τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών να αυξάνονται από 9,0% του ΑΕΠ το 2010 σε περίπου 27% το 2022. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αντιπροσωπεύουν πλέον περίπου το 50% του ΑΕΠ από το 22% το 2010.
Τα τελευταία δύο χρόνια, η Ελλάδα σημείωσε σημαντική αύξηση στις εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων, οι οποίες κατέγραψαν υψηλό δύο δεκαετιών το 2022, φτάνοντας τα 7,2 δισ. ευρώ.
Οι αυξημένες εισροές στην ΕΕ και εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων θα αντισταθμίσουν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών του ισοζυγίου πληρωμών. Οι καθαρές εξωτερικές υποχρεώσεις της Ελλάδας διαμορφώθηκαν σε υψηλά επίπεδα στο 141,3% του ΑΕΠ το 2022 από 171,9% το 2021, κυρίως λόγω της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ. Το επίπεδο αναμένεται να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα λόγω του μακροπρόθεσμου ορίζοντα των ξένων επισήμων δανείων προς το δημόσιο τομέα.
Παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν σε περαιτέρω αναβάθμιση ή υποβάθμιση της αξιολόγησης
Η αξιολόγηση ενδέχεται να αναβαθμιστεί αν συμβεί ένας από ή συνδυασμός των εξής γεγονότων: 1) Συνεχής εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές και 2), συνεχής δέσμευση για δημοσιονομική υπευθυνότητα, γεγονός που θα οδηγούσε σε διαρκή μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους.
Στον αντίποδα, μπορεί να υπάρξει υποβάθμιση της αξιολόγησης μελλοντικά αν συμβούν ένα από ή συνδυασμός των εξής: 1) παρατεταμένη αποδυνάμωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας που θα θέσει τον λόγο του δημόσιου χρέους σε διαρκή ανοδική τάση, (2) αντιστροφή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, (3) "αναζωπύρωση" της αστάθειας του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Σημειώνεται ότι στις 4 Αυγούστου έδωσε την επενδυτική βαθμίδα και η Scope Ratings, αφού αναβάθμισε το ελληνικό αξιόχρεο σε ΒΒΒ-, ενώ άλλαξε το outlook σε σταθερό από θετικό. Σημειώνεται ότι η Scope όμως δεν αναγνωρίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οι αξιολογήσεις της δεν λαμβάνονται τυπικά υπόψιν.
Όσον αφορά τις επόμενες αξιολογήσεις, ακολουθεί αυτή της Moody's στις 15 Σεπτεμβρίου. Στις 20 Οκτωβρίου έχουμε τη δεύτερη αξιολόγηση από τον οίκο Standad & Poor's και ο κύκλος των αξιολογήσεων για φέτος κλείνει με την τρίτη αξιολόγηση της Fitch την 1η Δεκεμβρίου