Nέες αυξήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος, που αυτή τη φορά θα προέλθουν από τη χρέωση δικτύων του ΔΕΔΔΗΕ, προμηνύει για τα νοικοκυριά η μετάβαση στο καθεστώς της μηνιαίας καταμέτρησης της κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος, σε σχέση με την καταμέτρηση ανά 4 μήνες, όπως ισχύει σήμερα.
Το έξτρα κόστος για τον ΔΕΔΔΗΕ υπολογίζεται σε περίπου 40 εκατ. ευρώ το χρόνο, τα οποία ο Διαχειριστής αναμένεται ότι θα διεκδικήσει να τα εισπράξει μέσω αύξησης στα τέλη χρήσης του δικτύου διανομής.
Όπως έχει προαναγγείλει ο υπουργός Περιβάλλοντος - Ενέργειας Θόδωρος Σκυλακάκης, η μηνιαία καταμέτρηση θα ξεκινήσει από τον Απρίλιο.
Για να μπορέσει ο ΔΕΔΔΗΕ να προχωρήσει σε μηνιαίες καταμετρήσεις θα πρέπει είτε να προσλάβει επιπλέον μόνιμους υπαλλήλους, είτε να αυξήσει το εύρος και τον αριθμό των συβάσεων με υπεργολάβους στους οποίους θα αναθέσει την καταμέτρηση, που είναι και το πιθανότερο σενάριο.
Πληροφορείς αναφέρουν ότι στο αίτημα προς τη ΡΑΑΕΥ, που καταρτίζει την περίοδο αυτή ο ΔΕΔΔΗΕ για τον προσδιορισμό των τελών χρήσης δικτύου το 2024 , ο Διαχειριστής θα συμπεριλάβει κτην αύξηση των λειτουργικών δαπανών (OPEX) που θα προκύψει λόγω της μηνιαίας καταμέτρησης.
Ομως αυτή δεν είναι η μόνη αύξηση. Στην εισήγηση του ΔΕΔΔΗΕ εκτιμάται ότι θα περιληφθεί και το επιπλέον κεφαλαιουχικό κόστος (CAPEX) λόγω της αυξανόμενης σύνδεσης μονάδων ΑΠΕ στο δίκτυο διανομής. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι το κόστος της σύνδεσης μονάδων ΑΠΕ απ ευθείας με το δίκτυο διανομής επιβαρύνει αποκλειστικά τον Διαχειριστή Δικτύων Διανομής, σε αντίθεση με τα μεγάλα έργα ΑΠΕ που συνδέονται στο δίκτυο του ΑΔΜΗΕ και το κόστος μοιράζεται (50%-50%) μεταξύ του διαχειριστή και των επενδυτών. Αν σε όλα αυτά, προστεθεί ότι η ΡΑΑΕΥ έχει ήδη εγκρίνει για τον ΔΕΔΔΗΕ συντελεστή απόδοσης κεφαλαίων (WACC ) στο 7,66% για τη ρυθμιστικής περίοδο 2023-2024, τότε δεν θα είναι καθόλου ευκαταφρόνητη η συνολική αύξηση στα τέλη χρήσης του δικτύου διανομής για το χρήσης του δικτύου για το 2024.
Από την άλλη πλευρά` η μηνιαία καταμέτρηση της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε καλύτερη λειτουργία της αγοράς και σε μείωση των ρευματοκλοπών, ενώ επίσης θα διευκολύνει την έκδοση μηνιαίων λογαριασμών , πράγμα που μπορεί να οδηγήσει και στη μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τους προμηθευτές ρεύματος.