H ενεργειακή αποτελεσματικότητα και εξοικονόμηση, η μείωση της εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα , η Έρευνα- Καινοτομία και Ανταγωνιστικότητα, καθώς και οι πολιτικές για το Κλίμα μετά το 2020 εντάσσονται στο Δεύτερο Μέρος της έκθεσης της Κομισιόν “Προς την Ενεργειακή Ενωση- Ελλάδα”. Η πρόοδος της χώρας επί των θεμάτων αυτών θα εξεταστεί κατά την επίσκεψη στην Αθήνα του Μάρος Σέφτοβιτς, του Επιτρόπου για την Ενεργειακή Ενωση και αντιπροέδρου της ΕΕ, στις 10 Μαρτίου. .
Αναλυτικότερα, τα κυριότερα σημεία της έκθεσης για τα θέματα αυτά έχουν ως εξής::
Ενεργειακή Αποτελεσματικότητα: O στόχος εξοικονόμησης ενέργειας για το 2020 που έχει θέσει η Ελλάδα είναι τα 24,7 Mtoe (εκατομμύρια τόνοι ισοδυνάμου πετρελαίου) στην πρωτογενή ενεργειακή κατανάλωση, ποσότητα η οποία αντιστοιχεί σε 18,4 Mtoe τελικής ενεργειακής κατανάλωσης. Παρότι σήμερα η πρωτογενής κατανάλωση ενέργειας στη χώρα μας είναι κάτω του στόχου για το 2020, (23,7 Μtoe), θα πρέπει να συνεχιστούν οι προσπάθειες εξοικονόμησης , προκειμένου να διατηρηθεί η κατανάλωση στα επίπεδα αυτά ή να ελαχιστοποιηθεί η αύξησή της, όταν θα αρχίσει να αυξάνεται το ΑΕΠ
Ενεργειακή Ένταση: Η πρωτογενής ενεργειακή ένταση στην Ελλάδα κυμάνθηκε σε επίπεδα ελαφρώς υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά την περίοδο 2005-2013. Η εξέλιξη αυτή μπορεί να εξηγηθεί από την μεγαλύτερη πτώση του ΑΕΠ σε σχέση με την πρωτογενή ενεργειακή κατανάλωση. Η ενεργειακή ένταση στη βιομηχανία είναι άνω του ευρωπαϊκού μέσου όρου και τα τελευταία πέντε χρόνια ο δείκτης αυτός επιδεινώθηκε, εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης
Η ενεργειακή ένταση είναι δείκτης που μετρά την ενεργειακή αποτελεσματικότητα στην οικονομία μίας χώρας. Υπολογίζεται ως μονάδα ενέργειας ανά μονάδα του ΑΕΠ. Υψηλή ενεργειακή ένταση δείχνει υψηλότερη τιμή ή υψηλότερο κόστος για τη μετατροπή της ενέργειας σε ΑΕΠ και το αντίστροφο, όσο χαμηλότερος είναι αυτός ο δείκτης τόσο χαμηλότερο θεωρείται το κόστος μετατροπής της ενέργειας σε ΑΕΠ.
Ανταγωνιστικότητα: To πραγματικό κόστος της ενεργειακής μονάδας είναι σημαντικά υψηλότερο στην Ελλάδα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη ή τις ΗΠΑ και από το 2000 αυξάνεται με ρυθμούς κατά πολύ μεγαλύτερους σε σχέση με την ΕΕ. Η ενεργειακή ένταση στον τομέα της ελληνικής βιομηχανίας είναι υψηλότερη τόσο σε σχέση με την ΕΕ όσο και με τις ΗΠΑ. Οι τιμές για ηλεκτρισμό και για φυσικό αέριο που πληρώνουν οι βιομηχανίες στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ειδικά οι τιμές του αερίου είναι από τις υψηλότερες, πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ και των περισσότερων εμπορικών εταίρων της ΕΕ
Η ενεργειακή κατανάλωση των νοικοκυριών είναι κάτω του ευρωπαϊκού μέσου όρου και μειώθηκε με ρυθμούς υψηλότερους σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά την περίοδο 2005-2013. Η οικονομική κρίση έχει παίξει και εδώ το ρόλο της, καθώς περιόρισε τη ζήτηση ενέργειας από τα νοικοκυριά . Όσον αφορά την ενεργειακή ένταση στα επιβατικά αυτοκίνητα, ο σχετικός δείκτης είναι ανάλογος με αυτόν της ΕΕ, ενώ ο επιμέρους δείκτης για την μεταφορά φορτίων αυξήθηκε με ρυθμούς ταχύτερους στην Ελλάδα σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ.
Η κοινοτική νομοθεσία θέτει υποχρεωτικούς στόχους μείωσης της εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα για να νέα αυτοκίνητα και φορτηγά. Ως το 2021 ο στόλος όλων των νέων οχημάτων δεν θα πρέπει να εκπέμπει πάνω από 95 γραμ CO 2 ανά χλμ. Για τα νέα φορτηγά, το σχετικό όριο έχει τεθεί στα 147 γραμμάρια CO2 ανά χλμ (μέσος όρος στόλου βαν)
Απο- ανθρακοποίηση της οικονομίας: Kατά την περίοδο 2005-2014 η Ελλάδα μείωσε τις εκπομπές ρύπων κατά 28% (στοιχεία κατά προσέγγιση). Η χώρα μας οδεύει προς την επίτευξη των στόχων που της έχουν τεθεί για τη μείωση ρύπων ως το 2020, καθώς έχουν ήδη μειωθεί δραστικά οι εκπομπές CO2, Εκτός της οικονομικής κρίσης καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη αυτή έπαιξε η σημαντική μεταβολή στο ενεργειακό μείγμα της χώρας από τον ρυπογόνο λιγνίτη στο πιο φιλικό προς το περιβάλλον φυσικό αέριο και τις ΑΠΕ. Το 2013 το μερίδιο των ΑΠΕ είχε φθάσει στο 15%, δείχνοντας ότι η χώρα μπορεί να πετύχει το στόχο για μερίδιο 18% το 2020. Όμως οι αλλαγές στο θεσμικό καθεστώς στήριξης των ΑΠΕ μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά την πορεία αυτή.
Δείκτες εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου: Λόγω του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή, η ένταση χρήσης άνθρακα στην ελληνική οικονομία υπερβαίνει κατά 70% το μέσο ευρωπαϊκό όρο. Ο τομέας της Ενέργειας αντιστοιχεί στο 50% του συνόλου των εκπομπών CO 2, ποσοστό κατά πολύ υψηλότερο του μέσου ευρωπαϊκού
Φόροι στην Eνέργεια και τις Μεταφορές: Kατά τη διάρκεια της κρίσης οι φόροι στην Ενέργεια και τις Μεταφορές, που ως ποσοστό επί του ΑΕΠ επί χρόνια ήταν κάτω του μέσου κοινοτικού όρου. έχουν πλέον αυξηθεί σε επίπεδα σημαντικά πάνω του μέσου όρου στην ΕΕ. Τούτο οφείλεται στην αύξηση των φόρων στα καύσιμα μεταφοράς, στη θέρμανση και στην ηλεκτρική ενέργεια, αν και η τελευταία παραμένει κάτω του μέσου κοινοτικού όρου. Το μερίδιο των φόρων στα οχήματα μεταφοράς, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ έχει μειωθεί σε απόλυτους αριθμούς, εν μέρει εξ αιτίας της κρίσης και του περιορισμού της ζήτησης για οχήματα.
Έρευνα και Καινοτομία : H Ελλάδα είναι κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, πάνω από τις ΗΠΑ και κάτω από την Ιαπωνία και τη Νότιο Κορέα όσον αφορά στη δημόσια στήριξη για την έρευνα και καινοτομία στους τομείς της Ενέργειας και του Περιβάλλοντος. Όσον αφορά όμως τις πατέντες στις τεχνολογίες χαμηλού άνθρακα, η Ελλάδα βρίσκεται πολύ πιο κάτω σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ
Τέλος, η Ελλάδα δεν έχει παρουσιάσει ακόμα τη στρατηγική της για την επίτευξη των στόχων της ΕΕ για το Κλίμα μετά το 2020.