Aρνητική απάντηση της Κομιισιόν στο αίτημα της βιομηχανίας για παράταση του TCTF
Aρνητική για μία ακόμα φορά ήταν η απερχόμενη Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο αίτημα των τριών βιομηχανικών ενώσεων της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας για την παράταση του Προσωρινού Μηχανισμού για την Κρίση και τη Μετάβαση (TCTF), προκειμένου η βιομηχανία να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες από την εκτίναξη των τιμών του ηλεκτρισμού στη ΝΑ Ευρώπη και την μεγάλη διαφορά με τις κατά πολύ φθηνότερες αγορές της υπόλοιπης Ευρώπης.
Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από την απάντηση της κα Stina Solwarta, επικεφαλής του γραφείου της Επιτρόπου Ανταγνωισμού, στην τελευταία και τέταρτη κατά σειρά κοινή επιστολή, με ημερομηνία 18 Νοεμβρίου 2024, που έστειλαν οι τρεις βιομηχανικές ενώσεις, η ΕΒΙΚΕΝ (Ελλάδα), η ΒFIEC (Βουλγαρία) και η ACCER (Ρουμανία) στη Κομισιόν για το ζήτημα των αυξημένων τιμών του ηλεκτρισμού στη ΝΑ Ευρώπη, που έχει οδηγήσει σε πλήρη απώλεια της ανταγωνιστικότητας των βιομηχανιών της περιοχής.
Στην απάντησή της η Κομισιόν επαναλαμβάνει ότι οι εξαγωγές στην Ουκρανία δεν έχουν σημαντική επίδραση στην αύξηση των τιμών, φαινόμενο που αποδίδει στις ανεπαρκείς διασυνδέσεις και τη μη ολοκλήρωση της αγοράς και δηλώνει ότι δεν μπορεί να παραταθεί ο μηχανισμός TCTF, αφήνοντας πάντως μία ελπίδα ότι η νέα Κομισιόν θα ασχοληθεί με το θέμα.
Αναλυτικότερα, στην επιστολή που υπογράφεται από την κα Solwarta, αναφέρονται τα εξής :
“Είμασετε ενήμεροι για τις τελευταίες εξελίξεις στις αγορές ηλεκτρισμού της περιοχής και τις ακραίες τιμές που παρατηρήθηκαν το καλοκαίρι και τον Νοέμβριο, καθώς και για τις συνέπειες που οι υψηλές τιμές ηλεκτρισμού μπορεί να έχουν στην ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και ειδικά των βιομηχανιών έντασης ενέργειας.
Με βάση τις προκαταρκτικές αξιολογήσεις, βλέπουμε πολλούς παράγοντες πίσω από την άνοδο των τιμών, όπως : το δομικό έλλειμμα ευέλικτων λύσεων που χρειάζονται για την κάλυψη των αιχμών της ζήτησης στην περιοχή, την ανεπαρκή ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς όσον αφορά στις φυσικές διασυνδέσεις μεταξύ της Νότιας-Ανατολικής Ευρώπης και της Κεντρικής Ευρώπης και το μη βέλτιστο δυναμικό μεταφοράς, το οποίο μπορεί αποτελεσματικά να διατίθεται στο διασυνοριακό εμπόριο. Η αναστροφή των εμπορικών ροών μεταξύ της ΕΕ και της Ουκρανίας ως αποτέλεσμα της καταστροφής της ενεργειακής υποδομής της χώρας εξ αιτίας του επιθετικού πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, δεν φαίνεται να έχει τη πιο σημαντική επίδραση στις τιμές.
Τις προηγούμενες εβδομάδες οι υπηρεσίες της Επιτροπής ανάλυσαν περαιτέρω την κατάσταση , σε μία σειρά τεχνικών συναντήσεων με τις χώρες- μέλη της περιοχής. Το ζήτημα συζητήθηκε επίσης στη συμβούλιο των υπουργών Μεταφορών, Τηλεπικοινωνιών και Ενέργειας της 15ης Οκτωβρίου, κατά το οποίο οι χώρες μέλη ανέθεσαν στην Επιτροπή να διερευνήσει πιθανά μέτρα. Παρομοίως, το θέμα συζητήθηκε στην υπουργική συνάντηση της Βουδαπέστης στις 29 Οκτωβρίου στο πλαίσιο του High Level Group για την Ενεργειακή Διασυνδεσιμότητα Κεντρικής και Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης.
Προκειμένου να εκπληρωθεί η εντολή του υπουργικού συμβουλίου, τις επόμενες εβδομάδες η Επιτροπή θα συνεχίσει τις συζητήσεις με τις χώρες- μέλη που έχουν επηρεαστεί , για τους παράγοντες που προκαλούν την άνοδο των τιμών και για τις πιθανές λύσεις. Η Επιτροπή σκοπεύει να ενημερώσει τα κράτη-μέλη για το αποτέλεσμα αυτών των συζητήσεων στο Συμβούλιο των υπουργών Ενέργειας που σχεδιάζεται για τις 16 Δεκεμβρίου.
Όσον αφορά στο TCTF, κατά τη διάρκεια της πιο οξείας φάσης της ενεργειακής κρίσης, η Επιτροπή χρησιμοποίησε την ευελιξία στους κανονισμούς για τις κρατικές ενισχύσεις, προκειμένου να επιτρέψει την άμεση στήριξη της βιομηχανίας, ως αντιστάθμισμα των αυξήσεων του ενεργειακού κόστους. Αλλά αυτό δεν μπορεί να αποτελεί μόνιμη λύση λόγω του κινδύνου στρέβλωσης της ενιαίας αγοράς. Αυτός είναι και ο λόγος που οι προβλέψεις που έχουν ενσωματωθεί στο τμήμα 2.4 του TCTF, επιτρέποντας την αποζημίωση για το υψηλό ενεργειακό κόστος, έληξαν στο τέλος Ιουνίου 2024. Τώρα πρέπει να εστιάσουμε στα διαρθρωτικά μέτρα μείωσης της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, ιδιαίτερα στις επενδύσεις σε ΑΠΕ και άλλες τεχνολογίες ενέργειας χαμηλών ρύπων, καθώς και σε βελτιώσεις της ενεργειακής απόδοσης και της ευελιξίας του συστήματος.”
Η επιστολή κλείνει με τις διαβεβαιώσεις ότι η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα συνεχίσει ενεργά να εργάζεται για να αντιμετωπίσει τα ζητήματα αυτά, με τα οποία θα ασχοληθεί και στο πλαίσιο του επικείμενου έργου για το Πλάνο Δράσης Προσιτής Ενέργειας.