Δύο φορές την τιμή του CO2 κινδυνεύουν να πληρώσουν οι εισαγωγείς ηλεκτρισμού στην ΕΕ
Με διπλή χρέωση της τιμής του άνθρακα κινδυνεύουν οι εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας από τρίτες χώρες, αν δεν επέλθουν σημαντικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του νέου φόρου άνθρακα στα σύνορα της Ευρώπης (CBAM), προειδοποιεί η Eurelectric, ο φορέας που εκπροσωπεί τις εταιρίες ηλεκτρισμού της Ευρώπης.
Με αφορμή το πακέτο Omnibus, που επεξεργάζεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την απλούστευση του CBAM, η Eurelectric επισημαίνει ότι ορισμένοι κανόνες της τρέχουσας μεταβατικής φάσης του κανονισμού μπορεί να επηρεάσουν τις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας, τις εμπορικές ροές και τις τιμές. Παρότι στο πακέτο Omnibus έχουν επέλθει ορισμένες βελτιώσεις, υπάρχουν ζητήματα που δεν έχουν αντιμετωπιστεί και τα οποία θα πρέπει να διευθετηθούν πριν τεθεί την 1η Ιανουαρίου 2026 σε πλήρη εφαρμογή ο νέος φόρος σε όλες τις εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας από τρίτες χώρες
Ας σημειωθεί ότι αντιπρόεδρος της Eurelectric είναι ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Γιώργος Στάσσης.
Οι βιομηχανίες ηλεκτρισμού της Ευρώπης καλούν την Κομισιόν να λάβει μέτρα, τονίζοντας ότι ο CBAM μπορεί να ενθαρρύνει τρίτες χώρες να μειώσουν τις εκπομπές άνθρακα και να προστατεύσει τις βιομηχανίες από φθηνές εισαγωγές εντάσεως άνθρακα, από την άλλη πλευρά όμως μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα, με αποτέλεσμα οι εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας να αναγκαστούν να πληρώσουν δύο φορές την τιμή του άνθρακα.
“Τα ηλεκτρόνια δεν εντοπίζονται εύκολα στη παραγωγή τους. Από φυσική άποψη, η παραγωγή από διαφορετικούς τύπους τεχνολογιών συγκεντρώνεται και παραδίδεται στους καταναλωτές μέσω των δικτύων μεταφοράς και διανομής. Από οικονομική άποψη, η ηλεκτρική ενέργεια διαπραγματεύεται πολλές φορές σε ανώνυμα Χρηματιστήρια Ενέργειας από διάφορους συμμετέχοντες στην αγορά (που δεν είναι απαραίτητα παραγωγοί. Αυτό σημαίνει ότι πολλές φορές είναι αδύνατο να προσδιοριστεί ο παραγωγός της εξαγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας”, αναφέρει χαρακτηριστικά η Eurelectric. Επισημαίνει ότι οι περισσότεροι συμμετέχοντες στην αγορά και οι εισαγωγείς δεν διαθέτουν τεκμηρίωση σχετικά με την προέλευση ηλεκτρικής ενέργειας – όπως εγγυήσεις προέλευσης ή πιστοποιητικά Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας – ή βεβαιώσεις για άλλους φόρους ή εισφορές που εφαρμόζονται στη διαπραγματευόμενη μονάδα.
Σύμφωνα με τους τρέχοντες κανονισμούς του CBAM, όταν διαπραγματεύεται ενέργεια με χώρες με παρόμοιο μηχανισμό εμπορίας ρύπων (ETS), όπως πχ με τη Βρετανία, οι εισαγωγείς της ΕΕ θα πρέπει να μπορούν να εκπίπτουν την τιμή άνθρακα που έχει ήδη χρεωθεί στη χώρα προέλευσης, εν προκειμένω τη Βρετανία, από την τιμή CBAM.
Επειδή όμως η ηλεκτρική ενέργεια πωλείται σε ανώνυμες αγορές, οι εισαγωγείς δεν διαθέτουν τα απαραίτητα έγγραφα για την πιστοποίηση της καταβληθείσας τιμής του άνθρακα και δεν μπορούν να επωφεληθούν από την έκπτωση αυτή. ‘Ετσι οι εισαγωγείς της ΕΕ κινδυνεύουν να πληρώσουν διπλά την τιμή του άνθρακα – δηλαδή και την τιμή των ρύπων στη χώρα προέλευσης και τον φόρο CBAM. Αυτό οδηγεί σε υψηλότερο κόστος για τους τελικούς χρήστες σε μια εποχή που η ευρωπαϊκή βιομηχανία αντιμετωπίζει προβλήματα ανταγωνιστικότητας.
Για να αποφευχθεί η διπλή πληρωμή, ο ευρωπαϊκός μηχανισμός για τους ρύπους θα πρέπει να συνδεθεί με τον αντίστοιχο του Ηνωμένου Βασιλείου και παράλληλα να αναπτύξει ανάλογες συνδέσεις με τρίτες χώρες, προκειμένου να υπάρξει σύνδεση με το ευρωπαϊκό σύστημα. . Εν τω μεταξύ, o CBAM θα πρέπει να επιτρέπει την αναγνώριση της τιμής άνθρακα της χώρας προέλευσης χωρίς να απαιτείται από τους εισαγωγείς να παρέχουν πιστοποιητικά, τα οποία είναι σχεδόν αδύνατο να ανακτηθούν.
Στο πλαίσιο αυτό η Eurelectric προτείνει την εφαρμογή ενός πιο ρεαλιστικού συστήματος με προεπιλεγμένες τιμές
Με το CBAM οι εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας θα πρέπει να δηλώσουν την περιεκτικότητα σε άνθρακα της εισαγωγής τους. Για να διευκολυνθεί η υποβολή των δηλώσεων, οι εταιρείες μπορούν να χρησιμοποιούν προεπιλεγμένες τιμές, οι οποίες όμως υπολογίζονται με βάση τις μέσες εκπομπές από την παραγωγή ορυκτών καυσίμων κατά την τελευταία πενταετία. Ωστόσο η μεθοδολογία αυτή δεν λαμβάνει υπόψη τη μεγάλη εξέλιξη στο μείγμα ηλεκτρικής ενέργειας, που χαρακτηρίζεται από αυξανόμενη διείσδυση των ΑΠΕ στις περισσότερες χώρες, πράγμα που μπορεί να εμποδίσει ροές ηλεκτρισμού που διαφορετικά θα ήταν οικονομικά βιώσιμες και απαραίτητες για την κάλυψη της ευρωπαϊκής ζήτησης. Σε τελική ανάλυση, θα αύξανε τις εκπομπές CO2 στην ΕΕ, καθώς θα μειώνε τις εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας μηδενικού άνθρακα από τρίτες χώρες, οι οποίες θα αντισταθμίζονταν από την αυξημένη παραγωγή στην ΕΕ, εν μέρει από σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής ορυκτών καυσίμων.
Μελέτη της AFRY δείχνει ότι η ένταση άνθρακα που εφαρμόζεται στις ροές από το Ηνωμένο Βασίλειο προς την ΕΕ, σύμφωνα με την τρέχουσα μεθοδολογία υπολογισμού, θα ξεκινά από 463g CO2/kWh το 2026. Στην πραγματικότητα όμως η ένταση ρύπων της Βρετανίας στις περιόδους που εξάγει στο Βέλγιο αναμένεται το 2026 να είναι περίπου 80g CO2/kWh για το 50% του έτους και σε κάθε σενάριο λιγότερο από 300g CO2/kWh.
Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αυτό, η Eurelectric καλεί την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές να συμφωνήσουν σε πιο ακριβείς πηγές δεδομένων –που ιδανικά θα μπορούσαν να παρέχονται ανά ώρα –, οι οποίες θα αντικατοπτρίζουν καλύτερα την πραγματική περιεκτικότητα σε άνθρακα, παρέχοντας βεβαιότητα και μειώνοντας τη γραφειοκρατία, τα λάθη και τις διαφωνίες.
Μια άλλη εναλλακτική θα ήταν η αναφορά των πραγματικών εκπομπών ρύπων. Πρόκειται όμως για μία επιλογή, που πρακτικά δεν είναι διαθέσιμη στους εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς ο ισχύον CBAM τη συνδέει μόνον με τα άμεσα PPA. ‘Ετσι αποκλείει τη δυνατότητα ανάμειξης τρίτων και δεν εξετάζει άλλες μακροπρόθεσμες συμβάσεις, όπως τα CFDs ή οι προθεσμιακές αγορές.
Ο κανονισμός απαιτεί επίσης από τους εισαγωγείς να αποδείξουν ότι δεν θα υπάρξει συμφόρηση στο δίκτυο κατά τη διάρκεια της σύμβασης, κάτι που είναι αδύνατο να αποδειχθεί από εισαγωγείς που δεν έχουν καμία σχέση με τους διαχειριστές δικτύου. Αντ΄αυτού η Eurelectric προτείνει την επέκταση της χρήσης της αναφοράς πραγματικών εκπομπών σε άλλες μακροπρόθεσμες συμβάσεις και την άρση των υποχρεώσεων δικτύου για τους εισαγωγείς.
Τέλος ζητεί το πακέτο Omnibus να συμπεριλάβει μέτρα για τη διευκόλυνση των εισαγωγών μικρότερης ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας, ειδικά κατά τις περιόδους κρίσης ή ξαφνικών ελλείψεων, καθώς και τον καθορισμό ενός συγκεκριμένου ορίου de minimis για τους εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας