O Ελληνοαμερικανός Tζον Κατσιματίδης, ο μεγαλύτερος λιανέμπορος της Νέας Υόρκης, φέρεται, σύμφωνα με πληροφορίες του «b.e.» ως o «λευκός ιππότης» της Jet Oil, η δραματική οικονομική κατάσταση της οποίας οδήγησε στην αυτοκτονία τον ιδιοκτήτη της Κυριάκο Μαμιδάκη. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, ο Ελληνοαμερικανός επιχειρηματίες προτίθεται να ρίξει στην εταιρεία περί τα 120 εκατ. ευρώ, εξέλιξη για την οποία έχουν ενημερωθεί ήδη οι πιστώτριες τράπεζες.
Οι τράπεζες φέρονται να κατέθεσαν, αίτηση ανάκλησης της υπαγωγής της Jetoil στο άρθρο 99, μόλις μερικές μέρες μετά την είδηση για τις κινήσεις της εταιρείας. Η αίτηση αναμένεται σύμφωνα με τις ίδιες πηγές να συζητηθεί την Τετάρτη.
Αν δεν υπήρχε ο διαχωρισμός των εταιρειών Μαμιδάκης και Jetoil, ενδεχομένως να συζητούσαμε για άλλα μεγέθη, υποστηρίζουν πηγές που γνωρίζουν πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις μέσα από την οικογένεια. Θα μιλάγαμε για έναν όμιλο που θα μπορούσε να είχε μερίδιο αγοράς πάνω από 18%. Πλην όμως, αυτό αποτελεί ιστορία, αφού η Τζίνα Μαμιδάκη επέλεξε προ εικοσαετίας να πουλήσει τις συμμετοχές που αναλογούσαν στην ίδια και την οικογένειά της στο σκέλος των καυσίμων και να ασχοληθεί με τον τουρισμό και τα ξενοδοχεία. Άλλωστε, οι δρόμοι της οικογένειας είχαν χωρίσει εδώ και πολλές δεκαετίες, όταν ο αυτόχειρας Κυριάκος Μαμιδάκης και ο αδελφός του Νίκος θέλησαν να αποκοπούν από το ασφαλές λιμάνι της οικογένειας, ν΄ ανοίξουν τα φτερά τους και να επικεντρωθούν στις δικές τους δραστηριότητες, ιδρύοντας την Jetoil. Και προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια οι εταιρείες του κλάδου κατάφεραν να κάνουν οικονομίες κλίμακος, να αναδιαρθρώσουν τα δάνειά τους, φτάνοντας στο σημείο να σημειώνουν ρεκόρ κερδοφορίας, δίδοντας σημαντικά μερίσματα στους μετόχους τους (π.χ. Ελινόιλ). Οι πληροφορίες από την αγορά, αλλά και από τον ισολογισμό του 2014, αναφέρουν πως δεν είχαν ξεκινήσει καν οι διαπραγματεύσεις με τις τράπεζες. Για του λόγου του αληθές, στη σημείωση 5 του δημοσιευμένου ισολογισμού του 2014 αναφέρονται επί λέξει τα εξής: Η εταιρεία στην τρέχουσα χρήση (σ.σ. του 2014) παρουσιάζει: α) Ληξιπρόθεσμες οφειλές σε τράπεζες από ομολογιακά δάνεια συνολικού ύψους 107 εκατ. ευρώ περίπου, για τις οποίες δεν έχει προβεί σε ρύθμιση ή συμφωνία αναχρηματοδότησης. β) Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις που υπερβαίνουν το κυκλοφορούν ενεργητικό κατά 143 εκατ. ευρώ περίπου για την εταιρεία και 139 εκατ. ευρώ για τον όμιλο και γ) σωρευμένες ζημιές ύψους 5,5 εκατ. ευρώ για την εταιρεία και 11,9 εκατ. ευρώ για τον όμιλο. Στη σημείωση αρ. 7 αναφέρεται από τον ορκωτό πως «επί των παγίων στοιχείων του Ομίλου υφίστανται προσημειώσεις 149,516 εκατ. ευρώ.
Στον ίδιο ισολογισμό διαβάζουμε ακόμα πως το σύνολο των τραπεζικών υποχρεώσεων είναι βραχυπρόθεσμο! Δηλαδή 63,8 εκατ. ευρώ είναι βραχυπρόθεσμα δάνεια και 108 εκατ. ευρώ βραχυπρόθεσμο μέρος μακροπρόθεσμων έντοκων δανείων. ΟΠι ζημιές το ’14 ήταν υπερδιπλάσιες από το 2013, στα 23,8 εκατ. ευρώ από 11 εκατ. ευρώ στην προηγούμενη δημοσιευμένη χρήση. Ο δε τζίρος ήταν μειωμένος, στα 873,7 εκατ. ευρώ από 1,058 εκατ,. ευρώ.
Κι όλ’ αυτά ενώ δεν έχει δημοσιευτεί ακόμα ο ισολογισμός για το 2015, έχει προηγηθεί η αίτηση πτώχευσης, αλλά και η τραγική αυτοκτονία του Κυριάκου Μαμιδάκη. Σημειωτέον δε, ότι η επίσημη ιστοσελίδα της Jetoil, κατέρρευσε με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτή η πρόσβαση, έστω και σε δημοσιευμένα οικονομικά στοιχεία. Επίσης, η Jetoil δεν ήταν εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αθηνών ή σε οποιαδήποτε άλλη αγορά.
Με την αίτησή της για προστασία από τους πιστωτές, η εταιρεία υποστηρίζει ότι θα θέσει σε εφαρμογή πρόγραμμα αναδιάρθρωσης, διοίκησης και δραστηριοτήτων, με το οποίο ευελπιστεί να αυξήσει το μερίδιό της στην εσωτερική αγορά.
Προτείνει επίσης τη ρύθμιση των υποχρεώσεών της στις τράπεζες (205 εκατ. ευρώ) και τους προμηθευτές-πιστωτές της (100,3 εκατ. ευρώ) ώστε να πληρωθούν σε 15 χρόνια, και οι εργαζόμενοι, το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία σε 180 μηνιαίες δόσεις.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της αίτησης υπαγωγής στο άρθρο 99 που υπέβαλε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά η Mamidoil JETOIL και θα συζητηθεί την 1η Νοεμβρίου, η εταιρεία οφείλει συνολικά 189,2 εκατ. ευρώ στις τράπεζες και συγκεκριμένα:
62,28 εκατ. ευρώ στην Alpha Bank
50,5 εκατ. ευρώ στην Εθνική
41,66 εκατ. ευρώ στη Eurobank
36,4 εκατ. ευρώ στην Πειραιώς,
12,66 εκατ. ευρώ στην Τράπεζα Αττικής.
Οι παραπάνω υποχρεώσεις καλύπτονται από εγγυήσεις, όμως ακάλυπτες είναι πρόσθετες οφειλές 12,8 εκατ. ευρώ προς τις τράπεζες για συμβάσεις leasing.
Επίσης, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, τα χρέη της εταιρείας στους προμηθευτές ξεπερνούν τα 78 εκατ. ευρώ, στο ελληνικό Δημόσιο (εφορία) ανέρχονται σε 3,9 εκατ. ευρώ, στα ασφαλιστικά ταμεία ξεπερνούν τα 4,1 εκατ. ευρώ, στους εργαζόμενους οφείλονται από μισθούς περίπου 923 χιλ. ευρώ, ενώ υπάρχουν απλήρωτα γραμμάτια και επιταγές ύψους 9,2 εκατ. ευρώ.
Όπως υποστηρίζει η εταιρεία στην αίτηση του σχεδίου εξυγίανσης, σε περίπτωση πτώχευσης η αξία τής προς εκποίηση περιουσίας της ανέρχεται σε 59 εκατ. ευρώ και δεν αρκεί παρά για να ικανοποιήσει μόνο το 18,7% των συνολικών απαιτήσεων των πιστωτών.
Από τους 360 εργαζόμενους προ πενταετίας, η εταιρεία είχε φτάσει να απασχολεί πλέον περίπου 160 άτομα, κυρίως στη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι βρίσκονται σήμερα στον αέρα.
Η εταιρεία απέμεινε με την πολύ σημαντική δραστηριότητα της αποθήκευσης καυσίμων για λογαριασμό τρίτων, αλλά δεν ήταν αρκετή για να αποφύγει τα προβλήματα.
Στον έλεγχό της βρίσκονται οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης καυσίμων (15 δεξαμενές συνολικής δυναμικότητας 200 χιλ. κυβικών μέτρων) στο Καλοχώρι της Θεσσαλονίκης, που αναμένεται να αποτελέσουν «φιλέτο» για τους πιστωτές και τον ανταγωνισμό στην περίπτωση που η προσπάθεια επιβίωσης της εταιρείας δεν ευοδωθεί μέσα από την υπαγωγή στον πτωχευτικό κώδικα για την εξυγίανσή της.
Οι συγκεκριμένες εγκαταστάσεις αντιπροσωπεύουν το 14% της συνολικής αποθηκευτικής ικανότητας στην Ελλάδα για καύσιμα και μέσω αυτών διακινούνταν την περίοδο προ της κρίσης περίπου δύο εκατ. κυβικά καυσίμων προς την ελληνική αγορά και τις βαλκανικές χώρες.
Στον έλεγχο του ομίλου βρίσκονται επίσης αποθηκευτικοί χώροι 12 χιλ. κ.μ. στην Αλβανία και 18 χιλ. κ.μ. στο Κόσοβο, ενώ είναι γνωστή η προσπάθεια της εταιρείας εδώ και 40 χρόνια να εξασφαλίσει άδειες για αποθηκευτικούς χώρους στη Σούδα της Κρήτης.
Διαθέτει επίσης στόλο 33 Ι.Χ. βυτιοφόρων οχημάτων, καθώς και επτά ιδιόκτητα εφοδιαστικά πλοιάρια για τον ανεφοδιασμό των νησιών και των διαφόρων πελατών της (ακτοπλοΐα, ναυσιπλοΐα, αλιευτικά, κ.λπ.) με καύσιμα ναυτιλίας.