Η κυβέρνηση κινείται με ορίζοντα 100 ημερών και ο οδικός της χάρτης για συμφωνία προβλέπει τα εξής επόμενα βήματα:
- Στις 20 Μαρτίου, στο Eurogroup, όλοι θα μιλάνε για «μεγαλύτερη πρόοδο», αλλά όχι ακόμα για συμφωνία. Συμφωνία (Staff Level Agreement) με τους Ευρωπαίους και με τις ευλογίες του ΔΝΤ φαίνεται να μπορεί να κλείσει, υπό ιδανικές συνθήκες, στο Eurogroup της 7ης Απριλίου στη Μάλτα.
- Στις 21 Απριλίου θα αποκρυσταλλωθεί η συμφωνία με το ΔΝΤ. Η ΕΛ.ΣΤΑΤ. και η Eurostat δίνουν το πράσινο φως για να μπει το Ταμείο στο πρόγραμμα.
- Στις 22-23 Απριλίου, στις εαρινές συνόδους του ΔΝΤ στην Ουάσινγκτον, θα συμφωνηθεί και η ελάφρυνση χρέους με τους Ευρωπαίους. Συγκεκριμένα: Η Eurostat θα ανακοινώσει στις 21 Απριλίου τα οριστικά αποτελέσματα του 2016 και θα πάνε για τότε τα ακανθώδη ζητήματα: δημοσιονομικά, ασφαλιστικά κ.λπ. «Τότε θα ασχοληθούμε σοβαρά με τους αριθμούς», λένε πηγές με γνώση της διαπραγμάτευσης. Ως τότε η πολιτική συζήτηση θα περιορίζεται στα Εργασιακά, στις ομαδικές απολύσεις, στις αποκρατικοποιήσεις, στα ενεργειακά, στο Μεσοπρόθεσμο του 2018 και τα ειδικά μισθολόγια.
- Η τελική συμφωνία φαίνεται πως θα κλείσει ως εξής: Τέλη Απριλίου θα συνεδριάσει το Δ.Σ. του ΔΝΤ για την Ελλάδα. Το «μεγάλο παζάρι» θα γίνει στις 22-23 Απριλίου, όπου ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και η Κριστίν Λαγκάρντ θα μετέχουν στην εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ.
Πληροφορίες από Ουάσινγκτον λένε ότι το Ταμείο είναι έτοιμο να κάνει τη στροφή τον Μάιο - έως τις 15 του μηνός. Στις 22 Μαΐου το Eurogroup θα επισφραγίσει τη συμφωνία. Τον Ιούνιο η ΕΚΤ θα μπορέσει να εγκρίνει την ένταξη της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση στοχεύοντας να βγει η χώρα στις αγορές αμέσως μετά, τον Ιούλιο. Ο ανάδοχος της έκδοσης των ομολόγων θα είναι η Rothschild.
Το ΔΝΤ, παρότι συνθηκολόγησε για το 2016, επιμένει ακόμα για μέτρα 2% του ΑΕΠ ή 3,6 δισ. ευρώ για την περίοδο από το 2019 και μετά. Ζητά εξοικονόμηση 1,8 δισ. ευρώ από τη μείωση του αφορολόγητου ορίου και άλλο 1,8 δισ. ευρώ από τη μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης.
Εως και την τελευταία στιγμή πριν από την αναχώρησή τους, οι δανειστές αξίωναν την ακαριαία αφαίμαξη της προσωπικής διαφοράς το 2020, απορρίπτοντας την ελληνική πρόταση για σταδιακή περικοπή της σε βάθος 5 ετών -από το 2021 έως το 2025. Ωστόσο, παράγοντες της διαπραγμάτευσης εκτιμούν ότι οι δύο πλευρές μπορεί να συγκλίνουν κάπου στη μέση και να συμφωνήσουν σε μια 3ετή μεταβατική περίοδο, η οποία θα συνοδεύεται από σκληρές ρήτρες:
1) Να οριστεί το 2019 ως χρονική αφετηρία εφαρμογής των μέτρων και
2) Να επιτευχθούν οι στόχοι για τη μείωση των δαπανών και τα έσοδα, όπως θα περιγράφονται στην προνομοθέτηση των μέτρων.
Το παζάρι επικεντρώνεται στο ύψος της εξοικονόμησης, αν θα φτάνει δηλαδή στο 1% του ΑΕΠ (1,8 δισ.) ή χαμηλότερα (π.χ. 0,75% του ΑΕΠ ή 1,4 δισ. ευρώ).
Στο τραπέζι βρίσκεται και το ποσοστό περικοπής της προσωπικής διαφοράς (20%-50%) που μπορεί συμφωνηθεί. Βασική προϋπόθεση για κάθε σενάριο που «ποσοτικοποιείται» είναι να βγαίνει ο λογαριασμός. Για να προκύψει μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά 1,6 δισ. ευρώ καθαρά, η μείωση των συντάξεων, εφόσον το μέτρο αφορούσε όλες τις συντάξεις από το πρώτο ευρώ, θα είναι περίπου 6,7% κατά μέσο όρο. Ωστόσο, δεν εμφανίζουν όλες οι συντάξεις θετική προσωπική διαφορά. Από τις συνολικά 2,2 εκατομμύρια καταβαλλόμενες συντάξεις (πλην ΟΓΑ), που θα πρέπει να υπολογιστούν ξανά έως τον Σεπτέμβριο του 2017, προσωπική διαφορά εκτιμάται ότι θα προκύψει για 1,2 εκατομμύρια συντάξεις. Το συνολικό ύψος της προσωπικής διαφοράς υπολογίζεται στα 2,5 δισ. ευρώ.
Το επικρατέστερο σενάριο προβλέπει την περικοπή της προσωπικής διαφοράς στις κύριες συντάξεις άνω των 600-700 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι η μέση σύνταξη αυτού του επιπέδου θα μειωθεί κατά περίπου 10%, ενώ η περικοπή θα αγγίξει το 30% στις συντάξεις άνω των 1.000-1.200 ευρώ.
Η ελληνική πλευρά εμμένει η μεταβατική περίοδος να αρχίσει από το 2020 ώστε οι περικοπές να έρθουν σταδιακά στους συνταξιούχους, προσδοκώντας να αντισταθμιστούν από τα «θετικά» αντίμετρα.