Τα διυλιστήρια πετρελαίου της Ευρώπης συνένωσαν τις δυνάμεις τους με άλλες βιομηχανίες για να εκφράσουν την έντονη ανησυχία για την αναμενόμενη αύξηση του κόστους αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής καυσαερίων, που μπορεί να επέλθει εξ αιτίας των νέων μέτρων που προωθεί η ΕΕ.
Στις 12 Οκτωβρίου οι αρμόδιοι της ΕΕ συνεδριάζουν κεκλεισμένων των θυρών για τη νέα μεταρρύθμιση στο σύστημα εμπορίας ρύπων, στο ΕΤS. Oι ευρωπαϊκές εταιρίες διύλισης μάχονται μαζί με άλλους βιομηχανικούς κλάδους που εκπέμπουν αέρια του θερμοκηπίου για να μειώσουν την έκθεσή τους στην αναμενόμενη αύξηση του κόστους εκπομπής αερίων ρύπων.
Τα διυλιστήρια και άλλες ρυπογόνες βιομηχανίες όπως τα τσιμέντα, το γυαλί, το χαρτί, τα χημικά και οι βιομηχανίες μετάλλου, μέχρι σήμερα λαμβάνουν δωρεάν ένα μεγάλο μέρος δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων. Οι Βρυξέλλες χορηγούν τα δωρεάν δικαιώματα, καθώς γνωρίζουν ότι αν εξαναγκάσουν τις βιομηχανίες όλων αυτών των κλάδων να πληρώσουν, τότε θα τις καταστήσουν μη ανταγωνιστικές σε παγκόσμιο επίπεδο και θα τις οδηγήσουν σε αποχώρηση από την ΕΕ, με σοβαρότατες συνέπειες για την ευρωπαϊκή οικονομία.
Οι μεταρρυθμίσεις που αποφασίζονται τώρα αναμένεται να μειώσουν τα δωρεάν δικαιώματα. Το ερώτημα δεν είναι όμως μόνον κατά πόσο θα μειωθούν τα δικαιώματα αλλά και πώς θα διαμορφωθεί η τιμή τους.
Αν και οι εκτιμήσεις για το πού θα κυμανθούν στο μέλλον οι τιμές των δικαιωμάτων ρύπων διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους, κοινή συνισταμένη των περισσότερων προβλέψεων είναι ότι την ερχόμενη δεκαετία θα υπάρξει σημαντική αύξηση σε σχέση με τις τρέχουσες τιμές. Σύμφωνα με μία μελέτη, που διενεργήθηκε για λογαριασμό της BusinessEurope, του φορέα που εκπροσωπεί τις εργοδοτικές οργανώσεις της ΕΕ, το κόστος εκπομπής ενός τόνου διοξειδίου του άνθρακα μπορεί να αυξηθεί στα 33-36 ευρώ ως το 2030 με βάση τις υπό συζήτηση μεταρρυθμίσεις, σε σχέση με το επίπεδο των 5 ευρώ/τόνο, στο οποίο κινούνται σήμερα οι τιμές.
Ας σημειωθεί όμως ότι το επίπεδο των 30 ευρώ/τόνο θεωρείται ως το κρίσιμο όριο για την ενθάρρυνση των επενδύσεων στις τεχνολογίες χαμηλού άνθρακα.
Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τα περίπου 100 διυλιστήρια που λειτουργούν σήμερα στην ΕΕ υπολογίστηκαν το 2016 σε σχεδόν 140 εκατ. τόνους
Ως μέλος της «Συμμαχίας για Δίκαια ETS», στην οποία συμμετέχουν 16 κλάδοι της βιομηχανίας (τσιμέντα, γυαλί, χημικά, μέταλλα, χαρτί κλπ) ο φορέας που εκπροσωπεί τα διυλιστήρια της ΕΕ, η Fuels Europe, έχει εκδώσει μία σειρά από συστάσεις και προτάσεις προς τα αρμόδια όργανα των Βρυξελλών, εν όψει του κύκλου διαβούλευσης του Οκτωβρίου με τους Ευρωβουλευτές και τους εκπροσώπους των χωρών -μελών.
Η «Συμμαχία για Δίκαια ETS» έχει ζητήσει η διάθεση δωρεάν δικαιωμάτων να αυξηθεί από το 43% που προτείνει η Επιτροπή σε 48%.
Το Ευρωκοινοβούλιο και οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν ήδη συμφωνήσει να διπλασιάσουν, στο 24% ετησίως, το ρυθμό απορρόφησης του πλεονάσματος των δικαιωμάτων από το αποθεματικό σταθερότητας της αγοράς ρύπων (MSR). Το MSR, το οποίο προγραμματίζεται να λειτουργήσει το 2019, έχει σχεδιαστεί για την απορρόφηση του πλεονάσματος των δικαιωμάτων εκπομπής CO2, το οποίο αναμένεται να φθάσει στα 2,5 δισεκατομμύρια ως το τέλος της δεκαετίας.
Η λειτουργία του MSR αναμένεται να έχει «άμεσο αντίκτυπο από νωρίς» στις τιμές των δικαιωμάτων, επισημαίνει η Συμμαχία. Οι βιομηχανίες ζητούν να υπάρξει μία βαλβίδα ασφαλείας στον νέο μηχανισμό, που θα δημιουργηθεί από τα αδιάθετα δικαιώματα της τρέχουσας περιόδου (2014-2020) και από αυτά που θα απορροφήσει το MSR. Eπιπρόσθετα προτείνουν να δημιουργηθεί ένα Ταμείο Καινοτομίας για τις τεχνολογίες χαμηλού άνθρακα, το οποίο θα χρηματοδοτείται από τα δικαιώματα που προορίζονται για δημοπράτηση
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε έναν έλεγχο που διενήργησε στον κλάδο το 2015 κατέγραψε ότι τα διυλιστήρια λάμβαναν περισσότερα δωρεάν δικαιώματα από όσα χρειαζόντουσαν, στις δύο πρώτες φάσεις των ETS .
Ωστόσο η πραγματική ανησυχία σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του Fuels Εurope, που επικαλείται το Euractiv, είναι για το μέλλον, όταν η συνολική ποσότητα των δημοπρατούμενων και των δωρεάν δικαιωμάτων μειωθούν στην τέταρτη φάση των ETS, 2021-2030, με ρυθμό 2,2% ετησίως, όπως προτείνεται σήμερα.
Ο συνδυασμός των δύο αυτών παραγόντων θα έχει ως αποτέλεσμα, ακόμα και για τα πιο περιβαλλοντικά αναβαθμισμένα διυλιστήρια, να επωμιστούν με το κόστος των ETS, εξέλιξη που μπορεί να πυροδοτήσει την μετεγκατάσταση των διυλιστηρίων εκτός ΕΕ, μία τάση που έτσι και ξεκινήσει δύσκολα θα μπορέσει να αναστραφεί. Και τότε θα είναι αναπόφευκτη η ζημιά στην αλυσίδα εφοδιασμού, την απασχόληση, την απώλεια τεχνογνωσίας, τα φορολογικά έσοδα και την ευρωπαϊκή οικονομία, γενικότερα.