Οι οικονομικές έρευνες του ΟΟΣΑ είναι πάντοτε θησαυροί για την άντληση πληροφοριών για τις χώρες που καλύπτουν. Αλλά πολύ συχνά είναι εξίσου χρήσιμες και στους αξιωματούχους αυτών των χωρών, εξαιτίας των μαθημάτων που μπορούν να βγάλουν.
Το ίδιο ισχύει και για την Φινλανδία, μια χώρα που έχει κεντρίσει τα διεθνή βλέμματα εξαιτίας της δοκιμής του καθολικού βασικού εισοδήματος, του μέτρου που προβλέπει την άνευ όρων καταβολή ενός χρηματικού ποσού σε κάθε πολίτη αντί για επιδόματα σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες.
H έκθεση περιλαμβάνει ακριβώς αυτό που έχει σημασία στο φινλανδικό πείραμα. Αναγνωρίζει ότι το ενδιαφέρον της Φινλανδίας έγκειται στην μείωση των φραγμών για την εύρεση εργασίας. Είναι μια παραδειγματική προσέγγιση. (Αντίθετα, κάποιοι άλλοι υπέρμαχοι του βασικού εισοδήματος εκφράζουν πιο ρομαντικά κίνητρα για την μεγαλύτερη ελευθερία που μπορεί να προσφέρει το σύστημα. Άλλοι ενδιαφέρονται περισσότερο να βάλουν τέλος στην γραφειοκρατία και την εξάρτηση που δημιουργούν τα επιδόματα. Πράγματι, η μακρά λίστα των πλεονεκτημάτων του βασικού εισοδήματος είναι ένας λόγος για να είναι κανείς επιφυλακτικός).
Η νέα έκθεση υποδεικνύει πως αυτή είναι η σωστή προτεραιότητα, γιατί η Φινλανδία έχει αξιοσημείωτα χαμηλότερο ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό σε σχέση με τις γειτονικές σκανδιναβικές χώρες. Το 70% των πολιτών ηλικίας 15 ως 64 ετών εργάζονται, υψηλότερο από το μέσο όρο στον ΟΟΣΑ αλλά αρκετά κάτω από το 74% στην Νορβηγία και την Δανία, πόσο μάλλον το 77% της Σουηδίας.
Μια ανάρτηση που συνοδεύει την έκθεση εξηγεί με πολύ καθαρό τρόπο γιατί όταν το πρόβλημα είναι η χαμηλή συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, το σύστημα παροχής επιδομάτων πρέπει να είναι ο φυσικός στόχος για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο πως όταν ελέγχεται ποιος παίρνει τα επιδόματα υπάρχει μικρό οικονομικό όφελος για κάποιον που περνάει από την επιδότηση στην πληρωμένη εργασία. (Αν και αυτό έχει μεγάλη σημασία: στη Φινλανδία, πάνω από 60% των ανθρώπων σε αυτήν την κατάσταση αντιμετωπίζουν έναν πραγματικό φόρο εισοδήματος, συμπεριλαμβανομένης και της απώλειας του επιδόματος, πάνω από 80%).
Είναι επίσης αυτό που υπογραμμίζει ο Τζον Κρίστιαν Παρελιούσεν του ΟΟΣΑ: «Οι πολύπλοκοι κανόνες χορήγησης επιδόματος σε συνδυασμό με τις διοικητικές πρακτικές δημιουργούν “γραφειοκρατικά κενά” όταν τα άτομα που έχουν προσωρινή ή ασταθή εργασία αντιμετωπίζουν ένα πραγματικό ή ενδεχόμενο ρίσκο να χάσουν το δικαίωμα λήψης του επιδόματος ή να το λάβουν με καθυστέρηση καθώς οι αιτήσεις τους επανεξετάζονται. Μια περαιτέρω αδυναμία των συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας είναι ότι έχουν χτιστεί γύρω από παραδοσιακές σχέσης εργοδότη-εργαζόμενου και ως εκ τούτου δεν είναι κατάλληλα εξοπλισμένες για το μέλλον της εργασίας, το οποίο θα περιλαμβάνει πιθανότατα περισσότερες αλλαγές καριέρας, αυτό-απασχόληση και δουλείες μέσω διαδικτυακών πλατφορμών».
Αλλά το βασικό εισόδημα δεν είναι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστεί αυτό. Σε μια πολύ χρήσιμη άσκηση, ο ΟΟΣΑ συγκρίνει το βασικό εισόδημα με μια παρόμοια αλλά διαφορετική πολιτική: την καθολική πίστωση που δοκιμάζει τώρα το Ηνωμένο Βασίλειο. Η καθολική πίστωση, καλύπτει όλα τα επιδόματα που λαμβάνει κάποιος δικαιούχος, επιβάλλοντας ένα συγκεκριμένο ανώτατο όριο ή ένα ήπιο ποσοστό μείωσης καθώς αυξάνονται τα εισοδήματα. Είναι και τα δύο κρίσιμα στοιχεία της προσέγγισης: το ανώτατο όριο αντιμετωπίζει την γραφειοκρατική πολυπλοκότητα, το ποσοστό μείωσης καθιστά πιο ωφέλιμη την αναζήτηση περισσότερης ή καλύτερα αμειβόμενης εργασίας.
Έχω επισημάνει και στο παρελθόν τις ομοιότητας ανάμεσα στο βασικό εισόδημα και στην καθολική πίστωση.
Αν και οι δύο έχουν σαν στόχο να διευκολύνουν την επιστροφή στην αγορά εργασίας, η τελευταία είναι ξεκάθαρη η λιγότερο ριζοσπαστική μεταρρύθμιση. Αν μπορεί να παράγει ανάλογα αποτελέσματα όπως το βασικό εισόδημα, πόσο μάλλον καλύτερα, είναι ο πιο ελπιδοφόρος δρόμος.
Με βάση το μοντέλο του ΟΟΣΑ αυτό ισχύει στην περίπτωση της Φινλανδίας. Ο οργανισμός διαπιστώνει ότι η καθολική πίστωση προσφέρει καλύτερα κίνητρα για εργασία (χαμηλότερο πραγματικό φόρο για τους ανθρώπους που περνάνε από τα επιδόματα στην εργασία) και καλύτερο διανεμητικό αποτέλεσμα. Με βάση τις υποθέσεις του, το βασικό εισόδημα οδηγεί σε υψηλότερο πραγματικό φόρο από ότι η καθολική πίστωση σε πολλά είδη νοικοκυριών. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη και λιγότερο αποδοτική αναδιανομή, στην πραγματικότητα αυξάνοντας την ανισότητα και το ποσοστό φτώχειας.
Αν και ο ΟΟΣΑ δεν το αναφέρει αυτό, φαίνεται ωστόσο πως μπορεί να συναχθεί από το σχέδιο του για το βασικό εισόδημα ότι το χάσμα της φτώχειας – πόσο κάτω από το όριο της φτώχειας βρίσκονται αυτοί που έχουν περιέλθει σε κατάσταση φτώχειας – θα αυξανόταν. Αυτό οφείλεται εν μέρει στους υψηλότερους πραγματικούς φορολογικούς συντελεστές και εν μέρει στο ότι το υφιστάμενο φινλανδικό σύστημα κοινωνικών παροχών είναι ασυνήθιστα καλά στοχευμένο προς όφελος των πιο φτωχών. Αυτή η παράπλευρη επίπτωση, το ότι η μεταρρύθμιση του βασικού εισοδήματος θα μπορούσε δυνητικά να αυξήσει την φτώχεια είναι κάτι που ο ΟΟΣΑ έχει εξετάσει στο παρελθόν και για άλλες χώρες.
Με αυτές τις παραμέτρους, η καθολική πίστωση είναι αναμφίβολα μια καλύτερη μεταρρύθμιση. Θα έπρεπε να επισημάνουμε ότι η πολιτική της καθολικής πίστωσης όπως εφαρμόζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα, τόσο όσον αφορά την εκτέλεση όσο και την γραφειοκρατία, τα οποία έχουν εν μέρει ακυρώσει τον στόχο της απλοποίησης. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Φινλανδία θα μπορούσε να τα πάει καλύτερα.
Η πιο καλή απάντηση είναι πως ο ΟΟΣΑ δεν συγκρίνει ίδια μεγέθη. Αφήνει την κοινωνική βοήθεια και τα επιδόματα στέγασης άθικτα στο σενάριο του βασικού εισοδήματος, το οποίο αυξάνει τον πραγματικό φορολογικό συντελεστή για τους χαμηλόμισθους, αλλά τα ενσωματώνει στην καθολική πίστωση με ένα ενιαίο ποσοστό μείωσης, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό πιο ισχυρά τα κίνητρα εργασίας για το συγκεκριμένο μέτρο. Μια έξυπνη πολιτική βασικού εισοδήματος θα έπρεπε να είχε σχεδιαστεί ώστε να περιλαμβάνει ένα ανώτατο όριο.
Δεύτερον και τα δύο σενάρια στην πραγματικότητα βελτιώνουν τα δημόσια οικονομικά, αλλά το βασικό εισόδημα περισσότερο από την καθολική πίστωση. Σε μια προσπάθεια να τυποποιήσει ουδέτερες δημοσιονομικά μεταρρυθμίσεις, ο ΟΟΣΑ υποθέτει ότι αυτά τα δημοσιονομικά κέρδη επιστρέφονται με την μείωση των οριακών φορολογικών συντελεστών στο σενάριο του βασικού εισοδήματος και την μείωση του ανώτατου ορίου στο σενάριο της καθολικής πίστωσης. Αλλά η πρώτη επιλογή είναι ξεκάθαρα λιγότερο προοδευτική από ότι η τελευταία, οπότε αυτό εξηγεί ορισμένες από τις διαφορές στις επιπτώσεις στην φτώχεια και την αναδιανομή καθώς και στα κίνητρα για την εύρεση εργασίας.
Παραμένει ωστόσο μια πολύ χρήσιμη συγκριτική δοκιμή. Αλλά το πρώτο συμπέρασμα δεν πρέπει να είναι ότι πρέπει να προτιμηθεί η καθολική πίστωση από το βασικό εισόδημα. Θα έπρεπε να είναι η καταγραφή των λόγων για τους οποίους η καθολική πίστωση λειτουργεί καλύτερα και να γίνει ο σχεδιασμός του βασικού εισοδήματος με ανάλογα πλεονεκτήματα, χρησιμοποιώντας μεγαλύτερα δημοσιονομικά κέρδη για την συμπερίληψη όλων των στοχευμένων επιδομάτων και την μείωση μόνο του φόρου μόνο για τα χαμηλότερα εισοδήματα.
Προτού αποφασίσει κανείς ποια πολιτική θα ακολουθήσει, πρέπει να έχει εξασφαλίσει ότι έχει βελτιστοποιήσει τις διαθέσιμες επιλογές.