Tο 2,7% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ) της ελληνικής οικονομίας, εξαιρουμένων των δραστηριοτήτων χονδρικού και λιανικού εμπορίου, συνεισφέρει ο κλάδος της Ενέργειας, σύμφωνα με τη μελέτη της Eurobank «Ενέργεια, Logistics, Τουρισμός: Προοπτικές των Κλάδων, Επενδυτικά Σχέδια σε Εξέλιξη και Συνεισφορά τους στο ΑΕΠ».
Η δυνητική συνεισφορά του τομέα της ενέργειας στην ελληνική οικονομία είναι, ωστόσο, πολλαπλάσια, υπογραμμίζει η μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στο πρώτο τεύχος της Επιθεώρησης Οικονομία & Αγορές για το 2018, που εξέδωσε η Eurobank.
Η συνεχιζόμενη απελευθέρωση της χονδρικής και λιανικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, η στρατηγική γεωγραφική θέση της χώρας, η διαθεσιμότητα ανανεώσιμων και ορυκτών πηγών και οι ανακαλύψεις πεδίων φυσικού αερίου στην ανατολική Μεσόγειο δημιουργούν σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες. Η ενέργεια αποτελεί στρατηγικό καταλύτη για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας καθόσον συνδέεται με μεγάλα επενδυτικά έργα υποδομής (αγωγοί, λιμένες, μονάδες παραγωγής ενέργειας, εγκαταστάσεις αποθήκευσης), έχει ζωτική συμβολή στο κόστος της παραγωγής και δημιουργεί θετικές οικονομίες κλίμακας και φάσματος για άλλους τομείς.
Δεδομένου ότι η ενέργεια αποτελεί βασικό παράγοντα σε σχεδόν κάθε διαδικασία παραγωγής, η επένδυση στον τομέα αυτό μπορεί να μειώσει τα κόστη της βιομηχανίας, τονίζει η μελέτη.
Η συνολική πρωτογενής προσφορά ενέργειας στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας -ΙΕΑ- του 2016 που επικαλείται η μελέτη της Eurobank, κυριαρχείται από το πετρέλαιο, το οποίο καλύπτει το 50% της προσφοράς, το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό ανάμεσα στις χώρες μέλη του ΙΕΑ. Ακολουθεί ο άνθρακας (λιγνίτης) με 19%, το φυσικό αέριο με 15%, τα βιοκαύσιμα και το βιοαέριο με 6,1%, τα υδροηλεκτρικά με 2,1%, τα φωτοβολταϊκά με 2,3% , τα αιολικά με 1,9% και οι εισαγωγές ηλεκτρισμού με 3,3%.
Το σύνολο της πρωτογενούς ενεργειακής προσφοράς το 2016 ανερχόταν σε 22,9 Mtoe (εκατομμύρια τόνους ισοδυνάμου πετρελαίου), έναντι 30,1 Mtoe το 2006.
Πρόκειται για συρρίκνωση 26% μέσα σε μία δεκαετία κατά την οποία η σωρευτική πτώση του ΑΕΠ της χώρας έφθασε στο 24%.
Η εγχώρια παραγωγή ενέργειας συνεισέφερε 6,8 Mtoe ή το 29,7% της συνολικής προσφοράς πρωτογενούς ενέργειας με τον άνθρακα να κατέχει το μερίδιο του λέοντος στην παραγωγή ενέργειας στην Ελλάδα, το 58,0%. Ακολουθούν τα βιοκαύσιμα -βιοαέριο με 18,3%, τα φωτοβολταϊκά με 7,9%, τα υδροηλεκτρικά με 7%, τα αιολικά με 6,5%, το πετρέλαιο με 2,2%, το φυσικό αέριο με 0,1% και η γεωθερμία με 0,1%.
Στη διάρκεια της δεκαετίας 2006-2016 η παραγωγή ενέργειας στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 32%. Το μείγμα ηλεκτροπαραγωγής άλλαξε με τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας σχεδόν να διπλασιάζουν το μερίδιό τους, από το 5,9% το 2006 στο 12,5% το 2016.
Η μελέτη αναφέρεται επίσης στα μεγάλα ενεργειακά πρότζεκτ που έχουν δρομολογηθεί όπως ο διεθνής αγωγός μεταφοράς αερίου Transadriatic Pipeline, ΤΑΡ, ο ελληνο-βουλγαρικός αγωγός, στις έρευνες για τον εντοπισμό πετρελαίου και αερίου κλπ. Kαταλήγει δε ότι, η ενέργεια είναι ένας από τους κλάδους της οικονομίας που μπορεί να στηρίξει τη μετάβαση σε ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης μετά την κρίση, τη χειρότερη που βίωσε η χώρα κατά τη μεταπολεμική περίοδο.