Παρέμβαση για το θέμα της διακύμανσης των τιμών του πετρελαίου, πραγματοποίησε σήμερα ο Σύνδεσμος Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών. Ο ΣΕΕΠΕ επισημαίνει ότι οι διεθνείς τιμές έχουν αυξηθεί, συνυπολογίζοντας όλες τις παραμέτρους το συνολικό χονδρικό κόστος καταγράφει σημαντική αύξηση.
Ωστόσο όπως επισημαίνει ο ΣΕΕΠΕ είναι εσφαλμένη η σύγκριση των τιμών της Αθήνας με τις τιμές στα νησιά, ιδιαίτερα όταν στην Αττική καταγράφονται εκτεταμένα φαινόμενα παρεμπορίας και λαθρεμπορίας που περιορίζουν τεχνητά τις τιμές. Επίσης υπογραμμίζεται ότι οι αυξήσεις των διεθνών τιμών δεν συμφέρουν τις εταιρείες εμπορίας.
Αναλυτικά η ανακοίνωση του ΣΕΕΠΕ αναφέρει:
Το θέμα των τιμών του πετρελαίου, το τελευταίο διάστημα, απασχολεί ιδιαίτερα τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Στόχος του Συνδέσμου αποτελεί η σωστή και ολοκληρωμένη ενημέρωση του Έλληνα καταναλωτή και για τον σκοπό αυτό, θα θέλαμε να επισημάνουμε τα εξής:
1. Από τα μέσα του 2017 μέχρι σήμερα, οι διεθνείς τιμές τόσο του αργού όσο και των προϊόντων του ακολουθούν μια ανοδική πορεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι το αργό Μπρέντ από τον Ιούλιο του 2017 έχει αυξηθεί κατά 66-70%, ενώ οι διεθνείς τιμές πετρελαιοειδών και συγκεκριμένα της αμόλυβδης βενζίνης 95 οκτανίων, κατά 40-50%.
2. Συνυπολογίζοντας το ότι στο ίδιο διάστημα το ευρώ έχει ανατιμηθεί έναντι του δολαρίου, αλλά και το ότι ο ΦΠΑ ενισχύει την επιβάρυνση, προκύπτει ότι το συνολικό χονδρικό κόστος έχει αυξηθεί σημαντικά.
3. Οι λιανικές τιμές στην αντλία, όπως τις παρακολουθεί το Παρατηρητήριο Τιμών, δεν έχουν ακολουθήσει αυτή την αύξηση του κόστους. Είναι προφανές ότι έχει σημειωθεί μείωση του περιθωρίου κέρδους στο λιανικό επίπεδο, δηλαδή το κέρδος που αφορά το κομμάτι Επιχειρήσεις Εμπορίας, Μεταφορείς, και Πρατηριούχοι.
4. Η σύγκριση των λιανικών τιμών ανά περιοχή χρησιμοποιεί ως βάση την τιμή στην περιοχή Αθήνας. Αυτή η σύγκριση είναι εσφαλμένη. Όπως αναφέρει και το έγκριτο δημοσιογραφικό ρεπορτάζ και όπως προκύπτει από τις αρμόδιες Ελεγκτικές Υπηρεσίες, η περιοχή Αθήνας και γενικότερα Αττικής χτυπιέται από εκτεταμένα φαινόμενα παραεμπορίας και λαθρεμπορίας. Αυτή η κατάσταση περιμένουμε πάντοτε με την εφαρμογή μέτρων να αμβλυνθεί, αλλά μέχρι τότε ας έχομε όλοι υπ’ όψιν ότι όσο η Αττική έχει αυτές τις τεχνητά χαμηλές τιμές αποτελεί αναξιόπιστη βάση αναφοράς.
5. Οι αυξήσεις στις διεθνείς τιμές δεν συμφέρουν ποτέ τις Εταιρείες Εμπορίας! Κι αυτό για ορισμένους, πολύ απλούς λόγους:
Α. Χρειάζονται περισσότερα κεφάλαια κίνησης για να αγοράσουν και να εκτελωνίσουν τις ίδιες ποσότητες καυσίμων, μιας και προκαταβάλλουν στο Δημόσιο το σύνολο φόρων και δασμών.
Β. Οι οφειλές των πελατών τους αυξάνονται, χωρίς να αυξάνονται ούτε η κερδοφορία ούτε οι πωλούμενες ποσότητες. Τα μεγαλύτερα αυτά οικονομικά ανοίγματα των πελατών δημιουργούν μεγαλύτερες επισφάλειες.
Γ. Οι πωλήσεις εξασθενούν όπως είναι φυσικό μετά από κάθε αύξηση της τιμής.
6. Τέλος, οι εξάρσεις στην πληροφόρηση περιλαμβάνουν όπως κάθε φορά και τα νησιά της χώρας. Από πλευράς μας έχομε κατ’ επανάληψη καταθέσει στην κοινή γνώμη τα ακόλουθα:
Α. Οι τιμές των νησιών συγκρίνονται με της Αθήνας κάτι εξ αρχής λανθασμένο, όπως αναφέραμε.
Β. Το κόστος μεταφοράς προς τα νησιά, το οποίο είναι ιδιαίτερα αυξημένο σε σχέση με το κόστος στις χερσαίες περιοχές, πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν σε κάθε υπολογισμό, κάτι το οποίο δεν γίνεται πάντα.
Γ. Για πολλά νησιά υπήρχε κάποτε ένας ειδικός κρατικός λογαριασμός ο οποίος τροφοδοτείτο από μία εισφορά στην τιμή αντλίας και επιδοτούσε τις μεταφορές στα νησιά. Το Δημόσιο εδώ και λίγα χρόνια συνεχίζει να εισπράττει με άλλο όνομα τα χρήματα αυτά, έχοντας όμως καταργήσει την επιδότηση! Δηλαδή εισπράττει χωρίς πλέον να αποδίδει. Αυτό έχει αυξήσει αντίστοιχα το πραγματικό κόστος μεταφοράς, κι η αύξηση έχει περάσει προφανώς στην αντλία.