Για όσους έχουν ερωτήματα σχετικά με το ποιο είναι το δόγμα Τραμπ για τη Μέση Ανατολή, ο Μάικ Πομπέο πρόσφερε ένα χρήσιμο στοιχείο. Το έκανε την περασμένη εβδομάδα, σε μια σημαντική ομιλία για την εξωτερική πολιτική, η οποία έβριθε αντιφάσεων και μερικές φορές άγγιζε τα όρια του παραλογισμού.
Αν υπήρχε κάποιο νόημα όσον αφορά την ασκούμενη πολιτική, τούτο ήταν πως ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αντιτίθεται σε ό,τι υπερασπιζόταν ο Μπαράκ Ομπάμα. Εν ολίγοις, το δόγμα Τραμπ για τη Μέση Ανατολή αφορά την υιοθέτηση πολιτικών οι οποίες είναι οι αντίθετες από εκείνες του Ομπάμα.
Ο υπουργός Εξωτερικών έμενε πιστός στην αμερικανική παράδοση, όταν επέλεγε να μιλήσει στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο στο Κάιρο. Στο ίδρυμα αυτό είχε δώσει το 2009 ο Ομπάμα την ομιλία με την οποία προσπάθησε να επουλώσει το τραύμα που είχε προκαλέσει στην εικόνα της Αμερικής η απάντησή της στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου.
Σε μεγάλο μέρος του μουσουλμανικού κόσμου, ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας και η εισβολή στο Ιράκ αντιμετωπίστηκαν ως πόλεμος κατά του Ισλάμ. Είχε έρθει η ώρα να κλείσει αυτό το ρήγμα.
Ένας παθιασμένος ρήτορας, ο κ. Ομπάμα, υποσχέθηκε «μια νέα αρχή», με βάση το αμοιβαίο συμφέρον και τον σεβασμό. Χειροκροτήθηκε και για λίγο καιρό έπειτα επαινέθηκε, αλλά στη συνέχεια απογοήτευσε την περιοχή, όταν δεν κατάφερε να τηρήσει την κόκκινη γραμμή που είχε τραβήξει για τη χρήση χημικών από το συριακό καθεστώς. Όταν ο Μπασάρ αλ-Άσαντ, ο οποίος έδινε μάχη κατά της λαϊκής εξέγερσης που ξέσπασε το 2011, έριξε χημικά στους ίδιους του τους πολίτες, ο Ομπάμα δίστασε.
Για τους αυταρχικούς σουνίτες ηγέτες, μια πιο ασυγχώρητη αμαρτία είχε σπιλώσει την κληρονομιά του Ομπάμα: η επιδίωξη συμφωνίας για τα πυρηνικά με το Ιράν, η οποία περιόριζε τις φιλοδοξίες του με αντάλλαγμα την άρση κυρώσεων.
Η πιο σημαντική διπλωματική εξέλιξη στην περιοχή τις τελευταίες δεκαετίες έτυχε δικαιολογημένα μεγάλης αποδοχής σε πολλές χώρες. Ερμηνεύτηκε, επίσης, λανθασμένα από τους σουνίτες συμμάχους της Αμερικής και το Ισραήλ ως νίκη για το Ιράν και ως κίνηση απομάκρυνσης των ΗΠΑ από τους παραδοσιακούς τους συμμάχους.
Από την αρχή της θητείας του, ο κ. Τραμπ είχε προσδιορίσει την προσέγγισή του στη Μέση Ανατολή ως μια εκστρατεία κατά του Ιράν, αρχή στην οποία βασιζόταν το σύνολο των πολιτικών του. Όχι μόνο απέσυρε την Αμερική από το σύμφωνο για τα πυρηνικά του Ιράν και επανέφερε τις αμερικανικές κυρώσεις, αλλά έκανε και τα στραβά μάτια στην εδραίωση ενός όλο και πιο βάρβαρου αυταρχισμού στον σουνιτικό αραβικό κόσμο. Ήρθε επίσης ακόμα πιο κοντά με τον αντίπαλο του Ιράν, τη Σαουδική Αραβία, παρόλο που η συμπεριφορά της γινόταν όλο και πιο διασπαστική.
Η ομιλία του κ. Πομπέο ήταν ένα καλό παράδειγμα της εμμονής του κ. Τραμπ με το Ιράν. Μίλησε από την Αίγυπτο, η οποία είναι από τις πιο καταπιεστικές χώρες στον κόσμο, στον απόηχο της μακάβριας δολοφονίας του Σαουδάραβα δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι, από πράκτορες τους οποίους έστειλε το Ριάντ.
Ωστόσο, όταν μίλησε για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αναφέρθηκε μόνο στους αγιατολάχ του Ιράν και τους ακόλουθούς τους, οι οποίοι «δολοφονούν, φυλακίζουν και τρομοκρατούν όσους Ιρανούς αγαπούν την ελευθερία».
Για τους Άραβες που αγαπούν την ελευθερία και δολοφονούνται, φυλακίζονται ή τρομοκρατούνται, δεν έγινε καμία αναφορά. Το μόνο στο οποίο περιορίστηκε ο κ. Πομπέο ήταν να ενθαρρύνει την Αίγυπτο να «αποδεσμεύσει τη δημιουργική ενέργεια του λαού της Αιγύπτου, να απελευθερώσει την οικονομία και να προωθήσει την ελεύθερη και ανοιχτή ανταλλαγή απόψεων».
Ακόμα και όταν προσπαθεί να υιοθετήσει μια συνεκτική θέση, η αμερικανική κυβέρνηση αποτυγχάνει. Είναι τόσο απρόβλεπτη η φύση του κ. Τραμπ και τόσο χαοτική η κατάσταση της κυβέρνησής του, που το αντι-ιρανικό αφήγημά του υπονομεύεται από την έλλειψη συνοχής.
Στο τέλος του 2018, ο κ. Τραμπ σόκαρε το κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής και έχασε τον Τζιμ Μάτις, τον υπουργό Άμυνας, όταν ανακοίνωσε την αποχώρηση Αμερικανών στρατιωτών από τη Συρία. Η απόφαση αφήνει τους Κούρδους συμμάχους των ΗΠΑ, οι οποίοι είχαν κομβικό ρόλο στον αγώνα κατά του ISIS, ευάλωτους στις επιθέσεις της Τουρκίας, η οποία τους βλέπει ως ένα παρακλάδι των δικών της Κούρδων αυτονομιστών. Χαρίζει επίσης μια νίκη στο συριακό καθεστώς και στον προστάτη του, το Ιράν. Μετά την ανακοίνωση ακολούθησε σύγχυση: αναδιπλώσεις από Αμερικανούς αξιωματούχους και ένα ξαφνικό προεδρικό «τιτίβισμα» αυτή την εβδομάδα που απειλούσε την Τουρκία ενέτεινε το αίσθημα διάλυσης.
Αδυνατώντας να καταλάβει την προφανή αντίφαση, ο κ. Πομπέο παρέμεινε στο Κάιρο κολλημένος με τον Ομπάμα. «Μάθαμε ότι όταν η Αμερική υποχωρεί, ακολουθεί συχνά το χάος. Όταν παραμελούμε τους φίλους μας, φουσκώνει η οργή», διακήρυξε.
Ο σκοπός του ήταν να μεμφθεί την κυβέρνηση Ομπάμα επειδή εγκατέλειψε τη Συρία και τους συμμάχους της στις χώρες του Περσικού Κόλπου. Αλλά η δήλωση φανέρωσε έναν υπουργό Εξωτερικών ο οποίος δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα και προκάλεσε συγκρίσεις με τον προκάτοχο από τον οποίο ο κ. Τραμπ θέλει απεγνωσμένα να διαφοροποιηθεί.
Η πολιτική του προέδρου στη Μέση Ανατολή παρουσιάζεται πλέον ως συνέχεια της σταδιακής απεμπλοκής του Ομπάμα.
Τελικά δεν είναι τόσο εύκολο να είσαι ο αντι-Ομπάμα.