Μετά τη ξέφρενη άνοδο της Δευτέρας, οι τιμές του πετρελαίου υποχώρησαν χθες στις διεθνείς αγορές, το μεγάλο στοίχημα όμως από εδώ και πέρα, όπως υποστηρίζουν πολλοί αναλυτές, δεν είναι τόσο οι βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις, όσο το τι μπορεί να συμβεί μεσοπρόθεσμα, καθώς η επίθεση στη Σαουδική Αραβία αποκάλυψε ότι το “καλά φυλασσόμενο” πετρελαιοπαραγωγικό δυναμικό της χώρας είχε πολλές ρωγμές και ατέλειες…
Ενα ρεπορτάζ του Ρώυτερ από το Ριάντ, ότι η παραγωγή της Σαουδικής Αραβίας θα μπορούσε σε 2-3 εβδομάδες να επιστρέψει στα προ της επίθεσης επίπεδα, έδωσε το έναυσμα για τη διόρθωση των τιμών χθες: Nωρίς το απόγευμα τα αμερικανικά προθεσμιακά συμβόλαια για το πετρέλαιο West Texas Intermadiate έχαναν 4,6%, υπoχωρώντας κάτω από τα 60 δολ/βαρέλι, ενώ το πετρέλαιο Brent έχανε 5,8%, πέφτοντας στα 64,99 δολ/βαρέλι. Η αγορά έμοιαζε και πάλι να ανησυχεί περισσότερο για την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, την ύφεση σε χώρες-κλειδιά και την υπερπροσφορά πετρελαίου, παρά για την επίθεση στη Σαουδική Αραβία το Σαββατοκύριακο, που έθεσε εκτός παραγωγής μεγάλο μέρος του δυναμικού της ή τον κίνδυνο μίας γενικότερης σύρραξης στη Μέση Ανατολή. Το μέγεθος της επίθεσης ήταν άλλωστε και ο λόγος της εκτόξευσης των τιμών τη Δευτέρα, που προς στιγμή έστειλαν το πετρέλαιο ως και 20% πάνω από τα επίπεδα της Παρασκευής, για να κλείσει τελικώς περίπου 15% υψηλότερα.
Η πολύ προσεκτική αντίδραση της Σαουδικής Αραβίας στο πλήγμα που δέχθηκε η γιγαντιαία μονάδα επεξεργασίας πετρελαίου Abqaiq έδειξε ότι το Ριάντ επέλεξε μία στρατηγική αποφυγής ρίσκου και περαιτέρω έντασης, βοηθώντας χθες τις αγορές και τη διεθνή κοινή γνώμη να ξεπεράσουν το αρχικό σοκ από την επίθεση του Σαββατοκύριακου, τη μεγαλύτερη που έχει δεχθεί η χώρα ως σήμερα. Ωστόσο το μέγεθος, η πολυπλοκότητα και η εκτέλεση του κτυπήματος αυτού, για το οποίο οι ΗΠΑ “έδειξαν” ως υπεύθυνο το Ιράν- επίσημα την ευθύνη την ανέλαβαν οι Houthi της Υεμένης-, αφήνουν πολλά ερωτήματα για την εξέλιξη της κατάστασης μεσοπρόθεσμα, όπως επισημαίνουν αναλυτές στο Euractiv.
Το Abqaiq είναι η μεγαλύτερη μονάδα επεξεργασίας πετρελαίου παγκοσμίως, ικανή να διαχειριστεί έως και 7 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα -, ενώ το συνολικό δυναμικό της Σαουδικής Αραβίας, του μεγαλύτερου εξαγωγέα πετρελαίου στον κόσμο, είναι 12,5 εκατομμύρια βαρ/ημέρα. Από την επίθεση υπέστη πλήγμα και σημαντικό μέρος της παραγωγής αερίου της Σαουδικής Αραβίας.
Συνολικά υπολογίζεται ότι “κοπηκαν” 5,7 εκατομμύρια βαρ/ημερ. Σύμφωνα με την Energy Intelligence, η Aramco, η μεγαλύτερη πετρελαϊκή εταιρία της χώρας, εκτιμά ότι σύντομα θα αποκαταστήσει παραγωγή 2,3 εκατομμύρια βαρ/ημέρα, ενώ σχεδιάζει να προσθέσει επιπλέον 250.000 βαρ/ημέρα από διάφορα ανοικτά κοιτάσματα, εκ των οποίων τα τρία μεγαλύτερα, Safaniya, Zuluf και Manifa, έχουν συνδυασμένο δυναμικό 3,025 εκατομμυρίων βαρ/ημέρα. Η Aramco μπορεί επίσης να προμηθεύσει τους πελάτες για κάποιο περιορισμένο χρονικό διάστημα, από τα μεγάλα αποθέματα που διατηρεί σε εγκαταστάσεις εντός της χώρας αλλά και στο εξωτερικό όπως στην Αίγυπτο, το Ρότερνταμ και την Οκινάουα.
Στον απόηχο της είδησης για το κτύπημα στο Abqaiq και του ράλλυ των τιμών του πετρελαίου, πολλοί αναλυτές υπενθυμίζουν την υφιστάμενη συμφωνία του ΟΠΕΚ για περικοπή της παραγωγής, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει πλεονάζον δυναμικό παραγωγής τόσο στη Σαουδική Αραβία όσο και σε άλλες χώρες-μέλη του Οργανισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ρωσία αμέσως διαμήνυσε ότι μπορεί να καλύψει τα όποια κενά, ενώ και στις ΗΠΑ, όπου την περασμένη εβδομάδα έκλειναν πηγάδια παραγωγής shale oil, είναι προφανές ότι αν οι τιμές διαμορφωθούν σε ελκυστικά επίπεδα τότε τα κοιτάσματα αυτά θα ξανανοίξουν. Αν χρειαστεί, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας μπορεί να συντονίσει μια απελευθέρωση ποσοτήτων από τα στρατηγικά αποθέματα των μελών του, ενώ ρόλο μπορεί να παίξει και η Κίνα φέρνοντας στην επιφάνεια μέρος του ιρανικού αργού που διατηρεί σε δεσμευμένο χώρο αποθήκευσης.
Στο πλαίσιο αυτό, βραχυπρόθεσμα οι traders και οι αναλυτές δείχνουν να ανησυχούν περισσότερο για τη ζήτηση και την πιθανή ύφεση παρά για την προσφορά.
Αυτή είναι μια μεγάλη διαφορά σε σχέση με το 2008, όταν υπήρχε στενότητα προσφοράς και το γεωπολιτικό «πριμ κινδύνου» στις τιμές του πετρελαίου έφθανε στα 10 δολ/βαρέλι, παρότι η πολιτική κατάσταση στη Μέση Ανατολή ήταν λιγότερο απειλητική από ό, τι σήμερα.
Ωστόσο, ορισμένοι αναλυτές επισημαίνουν ότι το πρόσφατο κτύπημα μπορεί να ανοίξει μεσοπρόθεσμα ένα μεγάλο κεφάλαιο αβεβαιότητας. Ως βασικός κόμβος στη βιομηχανία πετρελαίου του Σαουδικής Αραβίας, το Abqaiq υποτίθεται ότι ήταν εξαιρετικά προφυλαγμένο από επιθέσεις. Το 2006 είχε αποτρέψει εύκολα μια επίθεση οχημάτων της Αλ Κάιντα. Το επίπεδο ασφαλείας όμως αποδείχθηκε ανεπαρκές για εναέρια κτυπήματα, θέτοντας σε πλήρη αμφισβήτηση και την πολιτική συγκέντρωσης τόσο μεγάλου δυναμικού επεξεργασίας πετρελαίου σε μία μόνον περιοχή.
Αν και το Abqaiq είναι το πιο σημαντικό, υπάρχουν δεκάδες άλλοι κρίσιμοι βιομηχανικοί στόχοι σε ολόκληρη τη Σουδική Αραβία : εγκαταστάσεις διαχωρισμού αερίου, τερματικοί σταθμοί εξαγωγής, κοιτάσματα, διυλιστήρια, πετροχημικά εργοστάσια, σταθμοί παραγωγής ενέργειας και μονάδες αφαλάτωσης που παρέχουν το ήμισυ του πόσιμου νερού της χώρας. Εκατοντάδες υπεράκτιες πλατφόρμες πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι ακόμα πιο ευάλωτες, ιδίως σε περίπτωση ανοικτής σύγκρουσης με το Ιράν. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ο εταίρος του Ριάντ στον πόλεμο ενάντια στους Houthi, έχουν παρόμοια τρωτά σημεία και ίσως να είναι ακόμα πιο ευάλωτα λόγω της εξάρτησής τους και από τον τουρισμό, το εμπόριο και της ανάπτυξης τους ως κέντρο διεθνούς επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Οι μεγάλες δαπάνες της Σαουδικής Αραβίας για αμυντικό εξοπλισμό και τις εσωτερικές δυνάμεων ασφαλείας, καθώς και η ενίσχυση των αμερικανικών δυνάμεων στον Κόλπο, αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές στην φάση αυτή για την αποτροπή τέτοιων επιθέσεων από αέρος.
Αν δεχθούμε ότι πίσω από το κτύπημα βρίσκεται η Τεχεράνη τότε η επίθεση μπορεί να ερμηνευτεί ως αντίποινα για τις αμερικανικές κυρώσεις -που υποστηρίζονται από τη Σαουδική Αραβία - και έχουν εξαλείψει το μεγαλύτερο μέρος των ιρανικών εξαγωγών πετρελαίου. Οι Ιρανοί, ωστόσο, έχουν υποτιμήσει πόσο μακριά θα μπορούσαν να φθάσουν οι ΗΠΑ - αν το θελήσουν- αλλά και πόσο λίγα θα μπορούσαν θα μπορούσαν να κάνουν η Ρωσία και η Κίνα για να βοηθήσουν την Τεχεράνη. Από την άλλη πλευρά, ο άξονας των ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας φαίνεται να έχει υποτιμήσει τη Τεχεράνη, που επανειλημμένα έχει δείξει την ικανότητά της να αλλάζει τις ισορροπίες. Το ερώτημα είναι αν οι δύο πλευρές επιδιώκουν κλιμάκωση της κρίσης ή ένα νέο γύρο διπλωματικών διαβουλεύσεων αλλά από άλλη βάση.
Θέλει ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόνταλντ Τραμπ να αναλάβει το ρίσκο μιας σοβαρής και ενδεχομένως πολύ ζημιογόνου στρατιωτικής αντιπαράθεσης πριν από τις προεδρικές εκλογές το 2020 ή οι Ιρανοί επιδιώκουν να οδηγήσουν σε μια παράλληλη διαπραγμάτευση, κυρίως μέσω των Ευρωπαίων, για να προσφέρουν έναν εναλλακτικό οδικό χάρτη προς την εκτόνωση, το οποίο θα δεχτούν οι Αμερικανοί ;