Δραματικές επιπτώσεις στην αγορά πετρελαίου είχε η πανδημία του κορωνοϊού, καθώς η ζήτηση και οι τιμές κατέρρευσαν, ενώ τα περιθώρια διύλισης στην Ευρώπη που “κράτησαν” ως τον Απρίλιο, τον Μάιο συρρικνώθηκαν και παρέμειναν σε χαμηλά επίπεδα το δίμηνο Ιουνίου- Ιουλίου, σύμφωνα με το τελευταίο report της Fitch Ratings με τίτλο “Οσα θέλουν να γνωρίζουν οι επενδυτές για το πετρέλαιο και το αέριο”.
Στην έκθεση , που καταρτίστηκε μετά από συζητήσεις και συνεντεύξεις με ανθρώπους της αγοράς, η Fitch, στο ξεχωριστό κεφάλαιο για τις συνέπειες του Covid- 19 στα ευρωπαϊκά διυλιστήρια, τονίζει ότι η φετινή κατάσταση δεν συγκρίνεται με καμία προηγούμενη, καθώς παραδοσιακά τα περιθώρια διύλισης τείνουν να βελτιώνονται όταν οι τιμές του αργού πετρελαίου υποχωρούν και το αντίστροφο. Έτσι συνέβη και το 2016, όταν ο κλάδος της διύλισης συνέβαλε στη σταθεροποίηση της κερδοφορίας των καθετοποιημένων πετρελαϊκών εταιριών.
Η κρίση του Covid-19 όμως ήταν τελείως διαφορετική, καθώς οι δραστηριότητες διύλισης επλήγησαν σοβαρά από την πανδημία, τόσο όσον αφορά στους όγκους πωλήσεων όσο και στα περιθώρια. Τα μεγαλύτερα διυλιστήρια που ανήκουν σε καθετοποιημένου ομίλους με Ερευνα και Παραγωγή, λιανική ή/ και πετροχημικά όπως πχ η ουγγρική MOL και η πολωνική Orlen επέδειξαν καλύτερη συμπεριφορά σε σχέση με τις λιγότερο διαφοροποιημένες εταιρίες όπως η Tupras.
Τα περιθώρια διύλισης στην Ευρώπη ήταν ισχυρά ως τον Απρίλιο, στηριζόμενα από την πτώση των διεθνών τιμών του πετρελαίου. ‘Ομως τον Μάιο κατέρρευσαν, ενώ τον Ιουνιο και τον Ιούλιο παρέμειναν σε χαμηλά επίπεδα παρά τη σχετική ανάκαμψη της ζήτησης, που εξακολουθεί βέβαια να βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα. Τα διυλιστήρια που παραδοσιακά στο μείγμα τους έχουν υψηλό ποσοστό πετρελαίου Urals, όπως η ΜΟL και η ΡΚΝ επλήγησαν επειδή το πετρέλαιο Urals ήταν πιο ακριβό σε σχέση με το Brent κατά την περίοδο Μαίου- Ιουλίου, πιθανότατα εξ αιτίας της περικοπής παραγωγής πετρελαίου από τις χώρες του “ΟΠΕΚ +”
Η Fitch Rating αναμένει πάντως ότι τα περιθώρια διύλισης σταδιακά θα βελτιωθούν όσο ανακάμπτει η ζήτηση, με τα περιθώρια λιανικής και των πετροχημικών να είναι λιγότερο ευμετάβλητα από τα περιθώρια διύλισης.
Τα ευρωπαϊκά διυλιστήρια προσπαθούν να προσαρμοστούν στη τρέχουσα συγκυρία μειώνοντας ή αναστέλλοντας την καταβολή μερίσματος. Σε λειτουργικό επίπεδο ορισμένα διυλιστήρια επιχειρούν να εκμεταλλευτούν κάποια τμήματα της αγοράς, αυξάνοντας για παράδειγμα τις προμήθειες σε ποικιλίες “γλυκού” πετρελαίου (sweet crude), οι οποίες μπορεί να είναι φθηνότερες. Σημαντικές ποσότητες του λεγόμενου “ξινού” πετρελαίου (sour crude) παράγονται από τις χώρες του “ΟΠΕΚ +”, περιλαμβανομένων της Σαουδικής Αραβίας και της Ρωσίας, οι οποίες μείωσαν σημαντικά την παραγωγή τους.
Από αυτή την άποψη, τα διυλιστήρια που βρίσκονται κοντά σε λιμάνια και έχουν πρόσβαση σε ευρύτερη ποικιλία τύπων αργού πετρελαίου είναι καλύτερα τοποθετημένα σε σχέση με τα διυλιστήρια που προμηθεύονται το αργό κυρίως μέσω αγωγών.
Ένα άλλο μεγάλο ερώτημα των επενδυτών σχετίζεται με την ενεργειακή μετάβαση. Είναι προφανές ότι το παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα θα αλλάξει προς όφελος του φυσικού αερίου και της πράσινης ενέργειας. Ο άγνωστος Χ είναι το πότε θα γίνει αυτό. Το timing της μετάβασης παραμένει αβέβαιο και θα εξαρτηθεί από την τεχνολογία, τις πολιτικές, το θεσμικό πλαίσιο αλλά και την αντίληψη της κοινωνίας απέναντι στα οικολογικά ζητήματα. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η κορύφωση της ζήτησης πετρελαίου να συμβεί κάποια χρονική στιγμή εντός της δεκαετίας 2030-40.
Οι μεγάλες ευρωπαϊκές πετρελαϊκές εταιρίες, περιλαμβανομένης της Shell, της Total, της BP και της Eni έχουν ανακοινώσει στρατηγικές προσαρμογής στη νέα οικονομία χαμηλών ρύπων, μειώνοντας την ένταση άνθρακα και τις καθαρές εκπομπές ρύπων ως το 2050 με τη λήψη διάφορων μέτρων στο μεσοδιάστημα. Εχουν δεσμευτεί ότι θα επενδύσουν ή ήδη επενδύουν σε τεχνολογίες όπως η δέσμευση διοξειδίου του άνθρακα και η αποθήκευση, η ανάπτυξη αιολικών πάρκων κυρίως θαλάσσιων, τα οποία έχουν και ένα είδος συνέργειας με τις offshore πλατφόρμες άντλησης πετρελαίου, η δημιουργία φωτοβολταϊκών πάρκων, το υδρογόνο κλπ. Επίσης όλοι οι μεγάλοι παίκτες του κλάδου έχουν αυξήσεις την έκθεσή τους στο φυσικό αέριο, το οποίο αναμένεται να έχει μεγαλύτερο ρόλο στο παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα, τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα
Η ενεργειακή μετάβαση αποτελεί μακροπρόθεσμη τάση και οι επιπτώσεις της για την πιστοληπτική διαβάθμιση των πετρελαϊκών εταιριών τα επόμενα 3-5 χρόνια είναι πολύ περιορισμένες. Αυτό όμως μπορεί να αλλάξει. Αν το σενάριο κορύφωσης της ζήτησης πετρελαίου υλοποιηθεί, τότε οι εταιρίες που είναι καλύτερα προετοιμασμένες για τη μετάβαση, όπως πχ εκείνες που έχουν μεγαλύτερη έκθεση στο φυσικό αέριο ή την παραγωγή πράσινου ηλεκτρισμού, έχουν χαμηλότερο κόστος και μικρότερο δανεισμό, θα θεωρηθούν ως επενδύσεις χαμηλότερου ρίσκου και γι΄αυτό μπορεί να έχουν θετικότερη αξιολόγηση, σε σχέση με τους παίκτες που έχουν παραμείνει μόνον με τις παραδοσιακές δραστηριότητες.