Πληθαίνουν οι ανησυχίες για τις επιπτώσεις στις τιμές του ηλεκτρισμού και στα τιμολόγια που πληρώνουν οι καταναλωτές από την ξέφρενη πορεία της τιμής του διοξειδίου του άνθρακα, η οποία έχει πλέον υπερβεί τα 50 ευρώ/τόνο.
Πρόκειται για μία αύξηση άνω του 50% από τον Δεκέμβριο του 2020, που επιβαρύνει τις τιμές χονδρικής του ρεύματος και εδώ και αρκετό καιρό κτυπά το καμπανάκι για τις εταιρίες προμήθειας ηλεκτρισμού, πολλές από τις οποίες έχουν ρήτρα CO2 στα τιμολόγιά τους.
Στις αρχές Φεβρουαρίου, η ΔΕΗ, η οποία έχει ρήτρα διοξειδίου του άνθρακα σε ορισμένα οικιακά τιμολόγια, αποφάσισε να τα “παγώσει” μέχρι τις 31 Μαρτίου. Η πολιτική αυτή, δηλαδή της μη μετακύλiσης του κόστους των ρύπων στα νοικοκυριά, φαίνεται ότι συνεχίζεται, με την εταιρία να προσπαθεί να αντισταθμίσει την επιβάρυνση από το CO2 μέσω της μείωσης του ανθρακικού της αποτυπώματος, δηλαδή του όγκου των ρύπων που εκπέμπει.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι στόχος της διοίκησης της ΔΕΗ είναι να διατηρήσει σταθερά τα οικιακά τιμολόγια ως το τέλος του 2021, το ερώτημα είναι αν θα μπορέσει και ποιές θα είναι οι παρενέργειες της πολιτικής αυτής για την ίδια την εταιρία, ιδιαίτερα σε μία περίοδο που ανεβαίνουν και οι τιμές του φυσικού αερίου.
Ας σημειωθεί ότι η μέση χονδρική τιμή ηλεκτρισμού στην Αγορά Επόμενης Ημέρας στο Χρηματιστήριο Ενέργειας διαμορφώνεται για σήμερα, (10/5) στα 65,10 ευρώ/MWh, 61% υψηλότερα από τα επίπεδα της προηγούμενης ημέρας ( 43,43 ευρώ/MWh), αλλά αρκετά κοντά στα επίπεδα του Σαββάτου (8/5) , των 61,93 ευρώ/MWh.
Εαν τον Φεβρουάριο δεν είχε ληφθεί η απόφαση για το πάγωμα των τιμολογίων, τότε θα είχε ήδη ενεργοποιηθεί η ρήτρα ρύπων, με βάση τη μέχρι τότε αύξηση των τιμών των δικαιωμάτων εκπομπής CO2. Aς σημειωθεί εδώ ότι, ορισμένα από τα νέα οικιακά πακέτα της ΔΕΗ δεν φέρουν ρήτρα ρύπων, ενώ παλαιότερα οικιακά τιμολόγια περιέχουν τον όρο αυτό.
Στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης λόγω της πανδημίας θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο για τη ΔΕΗ και την κυβέρνηση να αποφασίσουν μία αύξηση των τιμολογίων την περίοδο αυτή, ωστόσο οι πιέσεις στο κόστος είναι μεγάλες.
Υποχρέωση αγοράς δικαιωμάτων ρύπων έχουν όλοι οι συμβατικοί θερμικοί σταθμοί παραγωγής ηλεκτρισμού, δηλαδή οι λιγνιτικές μονάδες, οι πετρελαϊκές - που στα νησιά λειτουργούν ακόμα- και οι μονάδες φυσικού αερίου-, που εκπέμπουν όμως λιγότερο CO2.
H ρήτρα ρύπων στα οικιακά τιμολόγια ρεύματος της ΔΕΗ έχει θεσπιστεί από τον Νοέμβριο του 2019, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει ενεργοποιηθεί.
Το ράλι του CO2 αναμένεται πάντως να συνεχιστεί.
O εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Κομισιόν και αρμόδιος για την Κλιματική Πολιτική της ΕΕ Φραντς Τίμερμανς ερωτώμενος για την άνοδο των τιμών του CO2 φάνηκε μάλλον να την ευνοεί, καθώς ήταν αρνητικός στην όποια παρέμβαση “Είναι η αγορά, έτσι ποιός είμαι εγώ για να πω ότι οι τιμές είναι πολύ ψηλά ή πολύ χαμηλά; Είναι ένας μηχανισμός της αγοράς, αλλά αν θέλουμε να πετύχουμε τους στόχους μας, νομίζω ότι η τιμή του CO2 θα πρέπει να κυμαίνεται σε επίπεδα υψηλότερα από τα σημερινά, ακόμα και αν αυτά είναι τα 50 ευρώ. Αλλά αυτό αφορά στην αγορά” δήλωσε. Η Πολωνία πάντως έχει ζητήσει από την ΕΕ να παρέμβει, αλλά όπως φαίνεται από την απάντηση του κ. Τίμερμανς κάτι τέτοιο δεν είναι στα σχέδια των Βρυξελλών.
Στο παρελθόν όταν οι τιμές των ρύπων το 2015-16 έπεφταν σε χαμηλά επίπεδα, η ΕΕ παρενέβη στην αγορά, δημιουργώντας έναν μηχανισμό απόσυρσης δικαιωμάτων ρύπων και ωθώντας έκτοτε τις τιμές προς τα πάνω.
Αναλυτές εκτιμούν ότι οι τιμές του διοξειδίου του άνθρακα θα πρέπει να φθάσουν κοντά στα 100 ευρώ/τόνο για να κατασταθούν ανταγωνιστικές πράσινες βιομηχανικές τεχνολογίες, όπως το ανανεώσιμο υδρογόνο.
Ωστόσο η απότομη άνοδος της τιμής των ρύπων μπορεί να δημιουργήσει κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις, όταν αποτυπωθεί στα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος και στις τιμές των προϊόντων.
Η ΕΕ μπορεί να μην καθορίζει τις τιμές των ρύπων στην αγορά αλλά οι πολιτικές που εφαρμόζει σαφώς επηρεάζουν τη διαμόρφωσή τους. Δεν είναι τυχαίο που το τρέχον ράλι των τιμών ξεκίνησε όταν τον Δεκέμβριο του 2020 η σύνοδος κορυφής των ηγετών της ΕΕ ενέκρινε τους πιο φιλόδοξους στόχους για το Κλίμα, τη μείωση του CO2 κατά 55% ως το 2030 και την ανθρακική ουδετερότητα ως το 2050.
΄Εκτοτε οι ενδιάμεσες αποφάσεις που ελήφθησαν σε συνδυασμό με τις προαναγγελίες για την αναθεώρηση της οδηγίας για τις ΑΠΕ και το νέο πακέτο μέτρων που θα ανακοινωθεί τον Ιούνιο τροφοδοτούν συνεχώς την άνοδο των τιμών, ενώ τα Χρηματιστήρια Ρύπων προσελκύουν νέους παίκτες, από παραδοσιακούς χρηματιστηριακούς οίκους, traders, hedge funds, ως κερδοσκοπικά κεφάλαια κλπ, που με τη σειρά τους δίνουν νέα κινητικότητα στην αγορά.
Δεν είναι λίγοι πάντως οι αναλυτές διεθνώς που προειδοποιούν ότι αν η μεγάλη αυτή αύξηση περάσει στα τιμολόγια και αποτυπωθεί στις τιμές των προϊόντων, δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε κοινωνική αναταραχή, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν με την αύξηση της τιμής των καυσίμων.