Άμεσα μέτρα μείωσης του ενεργειακού κόστους για τις επιχειρήσεις ζητούν οι παραγωγικοί φορείς, ενώ σε πρόσφατη επιστολή της η Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ) κάλεσε τον υπουργό Περιβάλλοντος- Ενέργειας Κώστας Σκρέκα να προχωρήσει τώρα σε μείωση της χρέωσης για τις Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ) - και όχι από το 2022, όπως έχει προγραμματιστεί.
Στην επιστολή της η ΕΒΙΚΕΝ επικαλείται δηλώσεις του υπουργού, σύμφωνα με τις οποίες στο λογαριασμό των ΥΚΩ υπάρχουν διαθέσιμα 138 εκατ. ευρώ.
Ας σημειωθεί ότι η αναπροσαρμογή των ΥΚΩ, λογαριασμός που καλύπτει τη διαφορά κόστους παραγωγής ηλεκτρισμού μεταξύ του διασυνδεμένου συστήτηματος και των νησιών, είναι επιβεβλημένη μετά τη λειτουργία των διασυνδέσεων των Κυκλάδων και της γραμμής μεταφοράς Κρήτης- Πελοποννήσου, καθώς οι διασυνδέσεις μειώνουν τη διαφορά στο κόστος παραγωγής. Επιπρόσθετα η “ψαλίδα” του κόστους έχει μειωθεί και λόγω της πολύ μεγάλης αύξησης των τιμών χονδρικής του ηλεκτρισμού στο διασυνδεδεμένο σύστημα, δεδομένου ότι η τιμή του πετρελαίου, που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρισμού στα μη διασυνδεδεμένα νησιά δεν έχει αυξηθεί τόσο πολύ όσο του φυσικού αερίου, το οποίο επηρέασε τις τιμές στις αγορές του ηπειρωτικού συστήματος.
Πέρα από τις ΥΚΩ όμως, βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις της χώρας ζητούν από την κυβέρνηση να λάβει μέτρα, καθώς οι επιχειρήσεις δεν έχουν συμπεριληφθεί στα πακέτα στήριξης που έχουν ανακοινωθεί ως σήμερα για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των επιχειρήσεων, το κόστος παραγωγής έχει επιβαρυνθεί κατά 30%-40% λόγω της ενέργειας σε συνδυασμό με τις αυξήσεις στα μεταφορικά και τις πρώτες ύλες, πράγμα που οδηγεί σε ανατιμήσεις, τροφοδοτώντας τις πληθωριστικές πιέσεις και υποσκπάπτοντας την ανταγωνιστικότητά τους στις εξαγωγές.
Πρόσφατη έρευνα του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου της Αθήνας εκτιμά ότι η εκτόξευση του ενεργειακού κόστους θα πυροδοτήσει αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων έως και 30%. Οι αυξήσεις ήδη είναι εμφανείς σε προϊόντα και υπηρεσίες επιχειρήσεων με υψηλό βαθμό ενεργειακής εξάρτησης, ενώ η ανατιμητική ψυχολογία παρασύρει όλη την αγορά, ακόμα και τις επιχειρήσεις εκείνες που δεν έχουν μεγάλη εξάρτηση από το ενεργειακό κόστος.
Από την απαντήσεις των συμμετεχόντων στην έρευνα του ΒΕΑ προκύπτει ότι το 68% των εκτιμά, ότι οι διεθνείς αυξήσεις θα επηρεάσουν πολύ και πάρα πολύ το κόστος παραγωγής. Περίπου το 50% των επιχειρήσεωνθεωρεί ότι οι τιμές των προϊόντων ή/και των υπηρεσιών τους θα αυξηθούν γύρω στο 10% εξαιτίας των ανατιμήσεων στην ενέργεια, ενώ ένα 15% επιστεύει ότι η αύξηση θα ξεπεράσει ακόμη και το 30%
Το 51% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα του ΒΕΑ έκριναν ανεπαρκή τα κυβερνητικά μέτρα, το 45,9% επαρκή σε μικρό βαθμό και μόλις το 3% να θεωρεί πως αυτά επαρκούν σε μεγάλο βαθμό.
Ο λογαριασμός ηλεκτρικού ρεύματος αποτελεί το βασικό ενεργειακό κόστος για το 95% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων Κάτω από το 10% είναι οι επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν φυσικό αέριο και πετρέλαιο, ενώ ελάχιστο είναι το ποσοστό των εταιρειών που κάνουν χρήση των φωτοβολταϊκών.
Σε πρόσφατες δηλώσεις του ο πρόεδρος του ΒΕΑ Παύλος Ραβάνης, τόνισε ότι «το 30% των επιχειρήσεων, επηρεάζονται άμεσα από την αύξηση του ρεύματος καθώς η ενέργεια, αποτελεί κυρίαρχο συντελεστή κόστους (άνω του 20%) για το ένα τρίτο των βιοτεχνικών επιχειρήσεων. Η αύξηση του κόστους ενέργειας, αναμφισβήτητα θα μεταφερθεί στα προϊόντα, καθώς δεν θα μπορέσει να το απορροφήσει η επιχείρηση».
Η έρευνα του ΒΕΑ διεξήχθη τον Σεπτέμβριο όταν η μέση τιμή του ηλεκτρισμού στην χονδρική αγορά ήταν στα επίπεδα των 130/MWh. Με δεδομένο ότι τις περισσότερες ημέρες του Οκτωβρίου, η μέση τιμή διαμορφώνεται αρκετά πάνω από τα 200 ευρώ/MWh, η επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις και οι επερχόμενες αυξήσεις τιμών μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερες.
Μήνυμα προς την κυβέρνηση έστειλε την περασμένη η «Ελληνική Παραγωγή» με ανακοίνωση της, στην οποία τόνισε ότι είναι «ώρα ευθύνης και αποφάσεων για να αντιμετωπιστεί εγκαίρως ένα πρόβλημα που μπορεί να υπονομεύσει σοβαρά τις προοπτικές ανάπτυξης και την κοινωνική συνοχή», σημειώνοντας ότι η άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου και του ηλεκτρισμού οδηγούν σε επιβάρυνση κατά 20-40% του κόστους παραγωγής της ελληνικής βιομηχανίας.