Την επιστράτευση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ στο χρονικό διάστημα 5-7 Μαρτίου, προκειμένου να αντιμετωπισθούν βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι μείωσης των αποθεμάτων φυσικού αερίου της χώρας παραδέχθηκε το υπουργείο Περιβάλλοντος- Ενέργειας, απαντώντας στην ανακοίνωση των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ Σωκράτη Φάμελλου και Πέτης Πέρκα περί πρόωρης απολιγνιτοποίησης.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του υπουργείου το πρόβλημα των αποθεμάτων αερίου αποκαταστάθηκε με την άφιξη στη Ρεβυθούσα τριών προγραμματισμένων φορτίων υγροποιημένου αερίου στις 7 Μαρτίου.
Εν μέσω της κλιμάκωσης της ενεργειακής κρίσης και των εξελίξεων στο πόλεμο Ρωσίας- Ουκρανίας δεν είναι λίγες πάντως οι χώρες που “βάζουν μπρος” τις ανθρακικές τους μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, όχι μόνον για να συμπιέσουν τις τιμές αλλά και για να διατηρήσουν αποθέματα αερίου. Η Γερμανία προγραμματίζει την επαναλειτουργία των ανθρακικών της μονάδων για τη διασφάλιση επάρκειας εφοδιασμού. “Ο άνθρακας παίζει κρίσιμο ρόλο” δήλωσε χαρακτηριστικά Γερμανός αξιωματούχος. Η απειλή της Ρωσίας να κλείσει τη στρόφιγγα του φυσικού αερίου στον αγωγό Nord Stream 1 μαζί με το ενδεχόμενο να διακοπούν ξαφνικά οι ροές ρωσικού αερίου στην Ευρώπη φαίνεται ότι αφύπνισαν τη Γερμανία αλλά και άλλες χώρες της Ευρώπης ως προς τη σημασία των εγχώριων καυσίμων για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού.
Το υπουργείο Περιβάλλοντος- Ενέργειας παραμένει, ωστόσο, στο πρόγραμμά του για την απολιγνιτοποήση, καθώς η ανακοίνωση τονίζει ότι “σύμφωνα με το πρόγραμμα στο τέλος του 2022 θα αποσυρθούν οι 1,2,3,4 του Αγίου Δημητρίου και στο τέλος του 2023 οι υπόλοιπες τρεις (Άγιος Δημήτριος 5, Μελίτη και Μεγαλόπολη Όσον αφορά στη νέα μονάδα ηλεκτροπαραγωγής, Πτολεμαΐδα 5, αναμένεται να ξεκινήσει τη λειτουργία της με λιγνίτη το καλοκαίρι του 2022 και με βάση τον Κλιματικό Νόμο και το Εθνικό Σχέδιο Μείωσης Εκπομπών, προβλέπεται να παραμείνει ως λιγνιτική το αργότερο έως το 2028.
Η ΔΕΗ, μέχρι στιγμής, δεν έχει επανατοποθετηθεί ως προς την πρόθεσή της να “γυρίσει” την Πτολεμαϊδα 5 σε καύση φυσικού αερίου από το 2025 και να αποσύρει όλα τα υπόλοιπα λιγνιτικά εργοστάσια ως το τέλος του 2023, παρά τα νέα δεδομένα που δημιουργεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, αλλά και η ενεργειακή κρίση. Πρόκειται για δύο γεγονότα που αν μη τι άλλο κατέδειξαν ότι η πλήρης εξάρτηση του συμβατικού ηλεκτροπαραγωγικού μείγματος μίας χώρας από εισαγόμενο καύσιμο, μπορεί κατά περίπτωση να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα επάρκειας και τιμών. Ορισμένοι πάντως συνδέουν την απροθυμία της ΔΕΗ να επανεξετάσει τη στάση της ως προς τον λιγνίτη, σε πρόσφατο ομολογιακό δάνειο με ρήτρα βιωσιμότητας, που έχει λάβει και το οποίο προφανώς συνδέει το επιτόκιό του με τους στόχους μείωσης ρύπων.
Στη χώρα μας σήμερα σε λειτουργία παραμένουν πέντε λιγντικές μονάδες στον Άγιο Δημήτριο, η Μελίτη στη Φλώρινα και η Μεγαλόπολη 4.
“Κατόπιν σχετικής απόφασης της ελληνικής Επιτροπής Διαχείρισης Κρίσεων, αποφασίστηκε η λειτουργία όλων των διαθέσιμων λιγνιτικών εργοστασίων το τριήμερο 5-7 Μαρτίου, έως ότου αφιχθούν στη Ρεβυθούσα στις 7 Μαρτίου τρία προγραμματισμένα φορτία LNG για αναπλήρωση των μειωμένων αποθεμάτων φυσικού αερίου” αναφέρει το υπουργείο Περιβάλλοντος- Ενέργειας στην ανακοίνωσή του. “Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι οι λιγνιτικές μονάδες λειτούργησαν προσωρινά και εκτάκτως έπειτα από εντολή των αρμόδιων φορέων, ως στρατηγική εφεδρεία για τη διασφάλιση της επάρκειας τροφοδοσίας του ενεργειακού συστήματος και όχι για οικονομικούς λόγους. Η λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων ως στρατηγική εφεδρεία, επιβεβαιώνει την πάγια θέση και τα σχετικά αιτήματα της ΔΕΗ προς τους αρμόδιους Εθνικούς και Ευρωπαϊκούς φορείς ότι οι λιγνιτικές μονάδες μπορούν να συνεισφέρουν στην ασφάλεια εφοδιασμού σε μια σύντομη μεταβατική περίοδο” τονίζει η ανακοίνωση.
Αναφέρει επίσης ότι “το μεταβλητό κόστος παραγωγής ηλεκτρισμού στις πιο σύγχρονες μονάδες φυσικού αερίου της ΔΕΗ (Αλιβέρι 5 και Μεγαλόπολη 5) ανέρχεται σήμερα σε 193 €/MWh, ενώ 3 από τις 6 διαθέσιμες λιγνιτικές μονάδες έχουν υψηλότερο μεταβλητό κόστος.”
Στη Γερμανία πάντως σκέφτονται διαφορετικά. Μάλιστα ήδη από το καλοκαίρι είχαν αυξήσει τη χρήση άνθρακα στην ηλεκτροπαραγωγή, βλέποντας την άνοδο στις τιμές του φυσικού αερίου. Παρότι στον κυβερνητικό συνασπισμό συμμετέχει το κόμμα των Πρασίνων, το Βερολίνο δεν διστάζει να επανεργοποιήσει τις παλιές ανθρακικές μονάδες προκειμένου να διασφαλίσει την επάρκεια εφοδιασμού, ανησυχώντας μήπως κλείσει η στρόφιγγα αερίου από τη Ρωσία.
Ο άνθρακας ήταν η μόνη εφικτή λύση για τη χώρα, όταν συνειδητοποίησε ότι η προσπάθεια για ταυτόχρονη απόσυρση των ανθρακικών και των πυρηνικών εργοστασίων ήταν αδύνατη υπό τις παρούσες συνθήκες. Η διαδικασία για το κλείσιμο των πυρηνικών μονάδων ως το τέλος του χρόνου, είχε ήδη ξεκινήσει και έχει φθάσει σε σημείο μη αναστρέψιμο, σύμφωνα με τις εταιρίες που τις διαχειρίζονται.
Πρέπει να παραδεχθούμε ότι τα τελευταία 20 χρόνια αυξήσαμε την εξάρτησή μας από το ρωσικό φυσικό αέριο, δήλωσε ο αντι καγγελάριος Ρόμπερτ Χάμπεκ, προσθέτοντας ότι πλέον όλες οι προσπάθειες κατατείνουν στη μείωση αυτής της εξάρτησης το ταχύτερο δυνατόν. Αυτό, όπως δηλώνουν άλλοι Γερμανοί αξιωματούχοι, σημαίνει ότι πρέπει να δουλέψουμε με τον άνθρακα αν θέλουμε να γίνουμε πιο ανεξάρτητοι ενεργειακά. Ο κ. Χάμπεκ, ο οποίος ανήκει στο κόμμα των Πρασίνων, έχει ήδη ανακοινώσει τη δημιουργία στρατηγικών αποθεμάτων άνθρακα στην ποσότητα που χρειάζεται για ηλεκτροπαραγωγή 30 ημερών από τις ανθρακικές μονάδες τον χειμώνα χωρίς καμία νέα προμήθεια, σύμφωνα με το Spiegel.
Τιμές
Εν τω μεταξύ χθες, παρά τη πτώση κατά 30% της τιμής του φυσικού αερίου, στην εγχώρια Αγορά Ηλεκτρισμού η μέση τιμή χονδρικής για σήμερα αυξήθηκε 6% και διαμορφώθηκε στα 349,80 ευρώ/MWh. H τιμή του αερίου στο συμβόλαιο TTF Απριλίου έπεσε στα 149,500 (-30,23%). Mάλιστα η σημερινή άνοδος συμβαίνει σε μία ημέρα, που η ζήτηση είναι λίγο χαμηλότερη από την προηγούμενη, η συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα φθάνει στο 33,9%, του φυσικού αερίου στο 35,6% και του λιγνίτη στο 13,9%. Οι εισαγωγές βρίσκονται στο 8,2% και οι εξαγωγές στο 12%, με την ελληνική αγορά να είναι η μόνη ευρωπαϊκή αγορά που καταγράφει άνοδο, αν και η τιμή των 349,80 ευρώ στην οποία κατέληξε, κυμαίνεται πολύ κοντά στις τιμές άλλων χωρών, λίγο υψηλότερα, λίγο χαμηλότερα, με την “ανθρακική” Πολωνία να παραμένει σημαντικά φθηνότερη στα 145,811ευρώ/MWh (-12,6%).