Σύγχυση στην αγορά έχει προκαλέσει η φορολόγηση των ουρανοκατέβατων κερδών των επιχειρήσεων, αφού κανείς ακόμα δεν γνωρίζει ποιες ακριβώς επιχειρήσεις μπορεί να αφορά το μέτρο, ούτε πώς θα προσδιοριστούν τα κέρδη αυτά, εφόσον αποδειχτούν ότι υπάρχουν.
Η ανακοίνωση της ΡΑΕ ότι ο έλεγχος της ύπαρξης «ουρανοκατέβατων» κερδών ξεκινάει από τον Οκτώβριο του 2021 και αφορά μια σειρά στοιχείων που η Αρχή συλλέγει στο πλαίσιο του μηχανισμού παρακολούθησης της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας περιέπλεξε ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Είχε προηγηθεί η εξαγγελία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή ότι τα ουρανοκατέβατα κέρδη των επιχειρήσεων ενέργειας, εφόσον υπάρχουν θα φορολογηθούν σε ποσοστό 90%. Στην ομιλία του ο πρωθυπουργός είχε επίσης δηλώσει ότι έχει ανατεθεί στη ΡΑΕ να μελετήσει εάν πράγματι υπάρχουν τέτοια κέρδη και να προσδιορίσει το ύψος τους.
Τελικώς τα ουρανοκατέβατα κέρδη ποιούς αφορούνκαι πού αναζητουνται; Στο σύνολο των παικτών της ενεργειακής αγοράς, όπως άφησε να εννοηθεί ο πρωθυπουργός ή μόνον στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού, όπως προκύπτει από την ανακοίνωση της ΡΑΕ;
Η ΕΕ έχει δώσει ορισμένες κατευθύνσεις για την αναζήτηση των ουρανοκατέβατων κερδών, δηλαδή των απροσδόκητου υπερκέρδους , που αποκομίζουν κάποιες εταιρίες εξ αιτίας της μεγάλης ανόδου της τιμής του φυσικού αερίου και του ηλεκτρισμού. Επισημαίνει όμως και τις δυσκολίες, επικαλούμενη μεταξύ άλλων ζητήματα εμπορικής πολιτικής και απορρήτου της πολιτικής αυτής των εταιριών.
Με βάση τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις, στελέχη της αγοράς αναφέρουν ότι μόνον ορκωτοί λογιστές θα μπορούσαν να αναλύσουν τα οικονομικά στοιχεία των εταιριών και να καταλήξουν εάν υπάρχουν υπερβολικά κέρδη σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά εξ αιτίας των παραγόντων που προαναφέρθηκαν.
Μία περαιτέρω δυσκολία είναι ότι οι εταιρίες ενέργειας και κυρίως οι καθετοποιημένες δεν υποχρεούνται σε λογιστικό ή νομικό διαχωρισμό. Τα οικονομικά τους αποτελέσματα είναι ενιαία και δεν διαφοροποιούνται ως προς την παραγωγή ή την προμήθεια ηλεκτρισμού ή φυσικού αερίου.
Τα ουρανοκατέβατα κέρδη στις εταιρίες ηλεκτρισμού σχετίζονται κυρίως με τις τεχνολογίες παραγωγής ενέργειας, δηλαδή το “καύσιμο” που χρησιμοποιεί η κάθε μια. Υπάρχουν τεχνολογίες, οι οποίες παρότι έχουν χαμηλότερο κόστος παραγωγής αμείβονται με την Οριακή Τιμή του Συστήματος, δηλαδή με την τιμή που διαμορφώνεται στην χονδρεμπορική αγορά από την τελευταία και ακριβότερη μονάδα που εισέρχεται στο σύστημα, εν προκειμένω της ακριβότερης μονάδας φυσικού αερίου.
Στην ελληνική πραγματικότητα όμως, οι ΑΠΕ δεν αμείβονται με την οριακή τιμή αλλά με την σταθερή τιμή που έχουν κλείσει στις συμβάσεις τους. Τη διαφορά μεταξύ της υψηλής οριακής τιμής και της κατά πολύ χαμηλότερης τιμής των ΑΠΕ, την εισπράττει ο ΔΑΠΕΕΠ, ο οποίος τη διοχετεύει στη συνέχεια στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης για τη χρηματοδότηση των επιδομάτων στους λογαριασμούς ρεύματος.
Από τους παραγωγούς ηλεκτρισμού (εκτός ΑΠΕ), η ΔΕΗ είναι η μόνη ελληνική εταιρία που διαθέτει πέραν των μονάδων φυσικού αερίου, υδροηλεκτρικά και λιγνίτη. Αυτές οι μονάδες της ΔΕΗ αμείβονται με την οριακή τιμή, που διαμορφώνει το φυσικό αέριο. ‘Ομως η ΔΕΗ στα τιμολόγια λιανικής δίνει εκπτώσεις, που κατά τις δηλώσεις του πρωθυπουργού, του υπουργού Περιβάλλοντος- Ενέργειας Κώστα Σκρέκα και της διοίκησής της, έχουν κοστίσει στην εταιρία περίπου 800 εκατ. ευρώ μέχρι σήμερα.
Από την άλλη πλευρά, η ΡΑΕ σε πρόταση που προτίθεται να υποβάλει στον Ευρωπαίο Ρυθμιστή (ACER) φαίνεται να αναφέρεται σε έναν μόνιμο μηχανισμό επιστροφής των «ουρανοκατέβατων» κερδών και επικαλείται το Power Market Mitigation Measures, που ισχύουν στις ΗΠΑ. Στα μειονεκτήματα της πρότασης αυτής είναι ότι εάν κάποιος φορολογήσει το (inframarginal) υπό -οριακό κέρδος, δηλαδή το κέρδος από τη διαφορά οριακής τιμής και κόστους καυσίμου, τότε μπορεί να δημιουργήσει αντικίνητρα στην αγορά.