Aντιδράσεις από τους προμηθευτές ηλεκτρισμού προκάλεσε το μέτρο της παρακράτησης μέρους των εσόδων τους, που εξήγγειλε χθες ο υπουργός Περιβάλλοντος- Ενέργειας Κώστας Σκρέκας. Πρόκειται για τον πέμπτο κατά σειρά “φόρο” της μίας ή της άλλης μορφής που επιβάλλεται στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι επιδοτήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος, οι οποίες θα συνεχιστούν όσο διαρκεί η κρίση.
Στελέχη της αγοράς μιλούν ανοικτά για υπερφορολόγηση, εκτιμώντας ότι κάθε φορά που δεν βγαίνει ο λογαριασμός των επιδοτήσεων εισάγεται και ένας νέος φόρος.
Προς το παρόν πάντως στόχος του υπουργείου είναι να διατηρήσει την αναλογία 70:30 που υπάρχει σήμερα για τις επιδοτήσεις στους λογαριασμούς ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου : To 70% του συνολικού κόστους των επιδοτήσεων να καλύπτεται από την αγορά ενέργειας και το υπόλοιπο 30% από τον προϋπολογισμό.
Ο νέος μηχανισμός ανάκτησης των υπερεσόδων των προμηθευτών ηλεκτρισμού θα εφαρμοστεί τον Νοέμβριο και κάθε 11ο μήνα του χρόνου και θα αφορά στα υπερέσοδα του προηγούμενου δεκαμήνου. Οπως εξήγησε ο κ. Σκρέκας στη συνέντευξη τύπου που έδωσε χθες, τα υπερέσοδα των προμηθευτών προκύπτουν όταν οι κρατικές επιδοτήσεις οδηγούν σε μηδενισμό των τιμολογίων ρεύματος εφόσον η τιμή που έχουν προϋπολογίσει η προμηθευτές είναι τελικώς πολύ υψηλότερη από την τιμή που διαμορφώνεται στη αγορά χονδρικής. Πρόκειται για το “παράδοξο” του Σεπτεμβρίου, μήνα για τον οποίο οι προμηθευτές είχαν δώσει τιμολόγια με πολύ υψηλότερες τιμές σε σχέση με την τιμή που διαμορφώθηκε στη χονδρική αγορά. Με τα νέο μέτρο, θα υπολογίζεται η θετική διαφορά και θα επιστρέφεται από τις εταιρίες. Σε περίπτωση αρνητικής διαφοράς δεν θα υπάρχει αποζημίωση των εταιριών.
Κύκλοι της αγοράς ανέφεραν ότι το μέτρο αλλοιώνει την εμπορική πολιτική των εταιριών, τις προσφορές και εκπτώσες που δίνουν στους πελάτες τους.
Παράλληλα τα νέα μέτρα που υιοθέτησαν οι Βρυξέλλες, με το πλαφόν των 180 ευρώ/MWh στην ηλεκτροπαραγωγή από φθηνότερα καύσιμα, συμπεριλαμβανομένου του λιγνίτη, αφήνοντας εκτός πλαφόν το φυσικό αέριο και τον άνθρακα επιβάλλουν αλλαγές και στον υφιστάμενο μηχανισμό παρακράτησης υπερεσόδων των ηλεκτροπαραγωγών. Στο πλαίσιο αυτό η ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο βγαίνει εκτός του πλαφόν που όριζε ο εγχώριος μηχανισμός υπερεσόδων, αλλά πλέον θα επιβληθεί τέλος 10 ευρώ/MWh στην παραγωγή από μονάδες φυσικου αερίου. Από το τέλος αυτό, υπολογίζονται έσοδα της τάξης των 400 εκατ. ευρώ ετησίως.
Επίσης θα φορολογηθούν τα υπερέσοδα των διυλιστηρίων και της ΔΕΠΑ, - ο ελάχιστος συντελεστής είναι το 33% σύμφωνα με την απόφαση της ΕΕ- ενώ τον Νοέμβριο θα καταλογιστεί ο επιπλέον φόρος 90% στα υπερέσοδα των ηλεκτροπαραγωγών για την περίοδο Σεπτεμβρίου 2021 – Ιουνίου 2022.
Το κόστος των επιδοτήσεων στους λογαριασμούς ρεύματος και αερίου φθάνει ως σήμερα σε περίπου 7 δισ ευρώ. Το ποσό αυτό έχει καλυφθεί κατά 70% από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης (ΤΕΜ) και το υπόλοιπο 30% από τον προϋπολογισμό. Στο ΤΕΜ εισρέουν έσοδα από την πώληση δικαιωμάτων ρύπων, τα υπερέσοδα των παραγωγών ΑΠΕ και τα υπερέσοδα των παραγωγών ηλεκτρισμού μετά τον Ιούλιο, οπότε τέθηκε σε εφαρμογή ο μηχανισμός παρακράτησης. Μόνον τους δύο πρώτους μήνες εφαρμογής του, ο εν λόγω μηχανισμός απέδωσε 2 δις ευρώ. Το τελευταίο χρονικό διάστημα όμως, με την υποχώρηση των τιμών του αερίου από τα ρεκόρ του Αυγούστου, οι μονάδες φυσικού αερίου δεν εισφέρουν παρά ελάχιστα έσοδα, ως και μηδενικά κάποιες ημέρες.