Σοβαρό προβληματισμό στις εταιρίες πετρελαιοειδών προκαλεί η νέα, έκτακτη φορολόγηση των “υπερεσόδων” εξ αιτίας της ενεργειακής κρίσης, που αποφασίστηκε πρόσφατα από το Συμβούλιο των υπουργών Ενέργειας της ΕΕ, καθώς παραμένει απολύτως ασαφές, πώς ακριβώς θα εφαρμοστεί, τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όσο και στην Ελλάδα
Ο νέος Κανονισμός της ΕΕ, που εγκρίθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου, προβλέπει τη φορολόγηση με ποσοστό κατ ελάχιστον 33% των υπερεσόδων των εταιριών ορυκτών καυσίμων. Το κείμενο της Κομισιόν αναφέρεται στην επιβολή του φόρου κατά “τα έτη 2022 και ή 2023”, μία διατύπωση που αφήνει ανοικτό το χρονικό ορίζοντα εφαρμογής του μέτρου, πράγμα που θα πρέπει να διευκρινιστεί το ταχύτερο.
Εδικά για τις εταιρίες πετρελαιοειδών είναι ασαφές αν ο έκτακτος φόρος θα αφοράμόνον στα διυλιστήρια ή και στις εταιρίες εμπορίας καυσίμων. Το άλλο ερώτημα που τίθεται είναι αν στα έσοδα των εταιριών διύλισης θα συνυπολογιστούν τα αποθέματα ασφαλείας που υποχρεούνται να τηρούν μονίμως και όχι μόνον κατά την τρέχουσα περίοδο της κρίσης. Πώς θα εκληφθούν φορολογικά ; Ως περιουσία της εταιρίας που η αξία της μεταβάλλεται κάθε χρόνο ή ως προϊόν που αποφέρει κέρδη και ζημιές.
Προς το παρόν, τα συναρμόδια υπουργεία, δεδομένου ότι πρόκειται για έναν φόρο που αποφάσισαν οι υπουργοί Ενέργειας αλλά θα εφαρμόσουν οι υπουργοί Οικονομικών των 27 χωρών-μελών της ΕΕ, δεν έχουν δοθεί απαντήσεις ούτε για το ύψος της φορολόγησης, ούτε για τα έτη στα οποία θα αφορά, αλλά ούτε και για την φορολογητέα ύλη.