Εντονες αντιπαραθέσεις στους κόλπους των επενδυτικών κεφαλαίων και των τραπεζών έχει προκαλέσει η πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA) και άλλων ρυθμιστικών και εποπτικών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέρ του ορισμού του «greenwashing», προκειμένου να καταρτιστεί η νομοθεσία για το ξέπλυμα μέσω δήθεν πράσινων κεφαλαίων/επενδύσεων (πράσινο ξέπλυμα)
Πρόσφατο είναι το παράδειγμα της ΔΕΗ που κλήθηκε να πληρώσει 0,5% υψηλότερο επιτόκιο στο βιώσιμο ομόλογο που είχε εκδώσει, επειδή δεν πέτυχε όρους που συνόδευαν την έκδοση, σχετικά με τη μείωση των εκπομπών ρύπων το 2022. Η ΔΕΗ δεν υλοποίησε το σχέδιο της απολιγνιτικοποίησης, όπως αυτό είχε ανακοινωθεί προ της ενεργειακής κρίσης, εξ αιτίας της έκρυθμης κατάστασης που προκλήθηκε τον περασμένο χρόνο με την εκτόξευση της τιμής του φυσικού αερίου, την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, τις κυρώσεις της ΕΕ κατά της Μόσχας κλπ.
Βέβαια η περίπτωση της ΔΕΗ δεν σχετίζεται με το «greenwashing». Είναι ενδεικτική όμως της «ευαισθησίας» της αγοράς κεφαλαίων στις ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των πράσινων επενδύσεων.
Πολλά διεθνή funds υποστηρίζουν ότι δεν θα πρέπει να οριστεί νομοθετικά το greenwashing. Οι θέσεις αυτές μάλιστα αποτυπώθηκαν στα κείμενα που κατέθεσαν στις αρμόδιες αρχές της ΕΕ, στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης που έχει ξεκινήσει για το όλο ζήτημα. Υπάρχει όμως και η άλλη άποψη, με την οποία συντάσσονται οι ευρωπαϊκές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένων των περισσότερων ελληνικών . Πρόκειται για αυτή που υποστηρίζει ότι οι κανόνες του παιχνιδιού πρέπει να είναι ξεκάθαροι και ότι ο ορισμός χρειάζεται για να μην βρεθούν αύριο οι τράπεζες εκτεθειμένες στον κίνδυνο να κατηγορηθούν από τις εποπτικές αρχές για greenwashing.
Μέχρι στιγμής τρισεκατομμύρια ευρώ έχουν εισρεύσει σε επενδύσεις ανά τον κόσμο, που είναι ή παρουσιάζονται ως φιλικές προς το κλίμα. Ως τώρα οι κυρώσεις για επενδύσεις δήθεν πράσινες είναι πρακτικά λίγες, ενώ είναι υπερβολικά μεγάλος ο αριθμός των πράσινων πιστοποιήσεων.
Οι ευρωπαϊκές ρυθμιστικές αρχές υποστηρίζουν ότι η επιβολή κυρώσεων για το greenwashing θα μπορούσε να είναι ευκολότερη αν υπήρχε ένας νομικός ορισμός, Σήμερα ο όρος greenwashing χρησιμοποιείται περισσότερο για να περιγράψει σκόπιμες ή αμελείς πρακτικές σχετικά με Περιβαλλοντικά, Κοινωνικά και θέματα Διακυβέρνησης (ESG).
Η ESMA, καθώς και οι εποπτικές αρχές των τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιριών στην ΕΕ βρίσκονται σε διαβούλευση με τους εκπροσώπους των αγορών κεφαλαίου και των χρηματοοικονομικών οργανισμών, σχετικά με τον νομικό ορισμό του greenwashing.
Το Ινστιτούτο Επενδυτικών Εταιρειών (ICI) με έδρα τις ΗΠΑ, το οποίο εκπροσωπεί επενδυτικά κεφάλαια, ανέφερε ότι οι δηλώσεις, οι ενέργειες, οι παραλείψεις και οι ανακοινώσεις που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα και τον πράσινο χαρακτήρα δραστηριοτήτων μπορεί να είναι παραπλανητικές, είτε εκούσια είτε ακούσια, σε επίπεδο οντότητας, προϊόντος ή υπηρεσίας.
«Αντί να επιδιώκουμε να ορίσουμε το «greenwashing» και έτσι να δημιουργήσουμε έναν νέο νομικό όρο, προτείνουμε στις αρχές της ΕΕ να περιγράψουν τη συμπεριφορά ή τις περιστάσεις ανησυχίας», πρότεινε το ICI στις θέσεις που κατέθεσε στη διαβούλευση. «Η αναζήτηση ενός γενικού ορισμού του greenwashing ή η κατοχύρωση του στη νομοθεσία θα ήταν αντιπαραγωγική» πρόσθεσε
Παρεμφερής ήταν η άποψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης Διαχείρισης Ταμείων και Περιουσιακών Στοιχείων (EFAMA). Όπως ανέφερε, η ΕΕ θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τους υπάρχοντες κανόνες και εργαλεία για την καταπολέμηση του greenwashing και όχι να αυξήσει την πολυπλοκότητα των κανονισμών, εισάγοντας έναν νέο ορισμό
Η EFAMA επεσήμανε επίσης την εξάρτηση του κλάδου από τα δεδομένα τρίτων, συμπεριλαμβανομένων των διαφόρων εταιρειών και των εταιρειών αξιολόγησης των κριτηρίων ESG, που δεν ήταν υπό τον έλεγχο των διαχειριστών περιουσιακών στοιχείων.
"Λαμβάνοντας υπόψη τον τρέχοντα βαθμό ρυθμιστικής αβεβαιότητας και τη συνεχιζόμενη εξέλιξη, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί για να μην καταλήξουμε να εφαρμόζουμε παντού τον όρο greenwashing ", δήλωσε ο Anyve Arakelijan, Σύμβουλος Ρυθμιστικής Πολιτικής στην EFAMA, όπως αναφέρει το Reuters. «Η ενίσχυση της αντίληψης και της κατανόησης του τι συνιστά greenwashing και η εναρμονισμένη εποπτική δράση για την αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου είναι ζωτικής σημασίας», συμπλήρωσε.
Από την άλλη πλευρά, αρκετές ρυθμιστικές αρχές χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο τις υφιστάμενες εξουσίες τους για ελέγχους και παρεμβάσεις, αγνοώντας το ακριβές νομικό περιεχόμενο του όρου «greenwashing». Μάλιστα εξετάζουν τη θέσπιση νέων κανονισμών σε τομείς όπως η διαφάνεια και η γνωστοποίηση περαιτέρω εταιρικών στοιχείων.
Τον Οκτώβριο ο αρμόδιος επόπτης στη Βρετανία ανακοίνωσε ότι σχεδιάζει έναν κανονισμό κατά του greenwashing για όλες τις εταιρείες, ενώ στις ΗΠΑ και ορισμένες χώρες της Ευρώπης έχουν επιβληθεί τσουχτερά πρόστιμο για παραπλάνηση των επενδυτών.
Από την άλλη πλευρά όμως, σοβαρές είναι οι ανησυχίες για τους κινδύνους που εγκυμονεί η ασάφεια του πλαισίου. Γι’αυτό πολλές τράπεζες στην Ευρώπη ζητούν να ενισχυθεί το πλαίσιο της πράσινης χρηματοδότησης και του τι μπορεί να θεωρείται αειφορία, καθώς απειλούνται με μεγάλα πρόστιμα , αν ο εκάστοτε επόπτης κρίνει ότι παραβιάζουν τους …αόριστους κανόνες.
Εξηγήσεις για το τι ακριβώς περιλαμβάνει και αφορά το πράσινο ξέπλυμα ζητεί από τους επόπτες και η Ευρωπαϊκή Ενωση Τραπεζών.
Πέρα από τα αμιγώς πράσινα έργα, όπως πχ οι ΑΠΕ, υπάρχουν μία σειρά από δραστηριότητες και επενδύσεις που εντάσσονται στην πρακτική στήριξης της ενεργειακής μετάβασης και της πράσινης οικονομίας, όμως εξακολουθούν να ρυπαίνουν το περιβάλλον.
Η εποπτεία στοχεύει στην αυστηροποίηση των μέτρων. Οι τράπεζες ιδιαίτερα μετά τη σύγχυση που προκάλεσε η ενεργειακή κρίση. ζητούν περισσότερες διευκρινίσεις για το τι θεωρείται πράσινο ή βιώσιμο και τι όχι
Σε ένα κείμενο που εξέδωσε η Ενωση επισημαίνεται πως η αειφορία έχει προσελκύσει την προσοχή όλων των φορέων το τελευταίο διάστημα. Οι τράπεζες που χρηματοδοτούν τις οικονομίες επισημαίνουν ότι όσο η διαδικασία για τους κανονισμός αντιμετώπισης του green washing βρίσκεται σε εξέλιξη παραμένουν ασαφή τα όρια για το σημείο από το οποίο ξεκινά η «πράσινη απαγόρευση».
Ας σημειωθεί ότι τα 2/3 της ευρωπαϊκής οικονομίας χρηματοδοτούνται τραπεζικά και μόνον, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη μετάβαση σε μια βιώσιμη οικονομία.
Τα κυριότερα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες σε σχέση με το θέμα αυτό αφορούν στην έλλειψη σαφήνειας και συνέπειας από τους κανονισμούς της ΕΕ, στο κενό δεδομένων βιωσιμότητας, στην έλλειψη ενιαίας προσέγγισης για το πώς χρησιμοποιούνται οι εκτιμήσεις σε όλους τους κανονισμούς βιώσιμης χρηματοδότησης, αλλά και ο αυξημένος κίνδυνος λανθασμένων εκτιμήσεων για πράσινο ξέπλυμα. Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες ζητούν από τις αρχές :
- Να προσεγγίσουν το πράσινο ξέπλυμα σε όλους τους τομείς της οικονομίας ,με σύνδεση της ζημιάς που προκαλείται στις τράπεζες και στον πελάτη λόγω παραπλανητικών πληροφοριών που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη λήψη αποφάσεων.
- Να γίνεται διαχωρισμός από την βαριά αμέλεια ή και την πρόθεση.
- Να ενισχυθεί η νομική σαφήνεια κα να εκλείψουν οι εστίες αβεβαιότητας του κανονιστικού πλαισίου.