Πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν κατακτήσει πλέον οι ΑΠΕ στο ηλεκτροπαραγωγικό μείγμα της χώρας, με τη συμμετοχή τους να αυξάνεται συνεχώς το πρώτο πεντάμηνο του έτους, με προοπτική περαιτέρω αύξησης, αφού μόνον το τελευταίο δωδεκάμηνο έχει εγκατασταθεί στη χώρα πρόσθετη πράσινη ισχύς, της τάξης του 1,5 GW.
Ταυτόχρονα η παραγωγή ηλεκτρισμού από φυσικό αέριο “αγωνίζεται” να κρατήσει τη δεύτερη θέση από τις εισαγωγές, σε μία σχέση που διαμορφώνει τα μερίδιά τους στην ηλεκτροπαραγωγή ανάλογα με τις τιμές TTF του φυσικού αερίου: Ακριβές τιμές ΤΤF , που μεταφράζονται σε υψηλές τιμές στη χονδρική αγορά ηλεκτρισμού, οδηγούν σε αύξηση των εισαγωγών ρεύματος και το αντίθετο. Η μεγάλη πτώση της τιμής του αερίου, περιόρισε τις εισαγωγές και αύξησε την παραγωγή από τις εγχώριες μονάδες καύσης αερίου.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα το μερίδιο των ΑΠΕ ξεπερνά σταθερά το 30-35%. Η συνεισφορά της πράσινης ενέργειας στο ηλεκτρικό σύστημα της χώρας ξεκίνησε με 27,22% τον Ιανουάριο, ανέβηκε στο 30,22% τον Φεβρουάριο, στο 35,4% τον Μάρτιο, στο 34,9% τον Απρίλιο, στο 37,14% τον Μάιο, ως και 42,27%τις πρώτες ημέρες του Ιουνίου, σύμφωνα με τα στοιχεία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας. Σήμερα, 9 Ιουνίου, η συμμετοχή των ΑΠΕ φθάνει στο 36,5% του ηλεκτροπαραγωγικού μείγματος με 46.605 MWh στο διασυνδεδεμένο σύστημα, χωρίς να συνυπολογίζεται μερίδιο 1,4% ή 1.772 MWh από τις ΑΠΕ της Κρήτης ή το 6% που αντιστοιχεί σε 7.679 MWh των μεγάλων υδροηλεκτρικών της ΔΕΗ
Από την άλλη πλευρά, οι εισαγωγές ηλεκτρισμού που ήταν εξαιρετικά υψηλές, καλύπτοντας το 29,98% του όγκου ηλεκτρισμού που διακινήθηκε στο σύστημα τον Ιανουάριο, όταν η η ελληνική αγορά ήταν ακριβότερη από τις γειτονικές, έχουν περιοριστεί. Ας σημειωθεί ότι δομικό στοιχείο της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς είναι η αυτόματη ροή του ρεύματος προς την αγορά με τις υψηλότερες τιμές.
Καθώς οι τιμές στην εγχώρια χονδρική αγορά άρχισαν να υποχωρούν, το μερίδιο των εισαγωγών έπεσε στο 21,61% του μίγματος τον Φεβρουάριο, στο 23,1% τον Μάρτιο, στο 21,72% τον Απρίλιο, στο 22,94% τον Μάιο και στο 16,8% τις πρώτες ημέρες του Ιουνίου. Σήμερα διαμορφώνεται στο 18% που αντιστοιχεί σε 22.975 MWh
Αντίστροφη ήταν η πορεία της ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο. Από το 21,16% του μίγματος που κάλυψε τον Ιανουάριο, αυξήθηκε τον Φεβρουάριο στο 22,39%, τον Μάρτιο στο 23,48% και τον Απρίλιο στο 29,96%. Τον Μάιο διαμορφώθηκε στο 27,75% και τις πρώτες ημέρες του Ιουνίου έφθασε στο 29,42%. Το μερίδιό του για τη σημερινή ημέρα ανέρχεται σε 29,3% ή 37.380 MWh.
H μείωση της τιμής του φυσικού αερίου έφερε και τη μείωση της λιγνιτικής περαγωγής, η οποία τις πρώτες ημέρες του Ιουνίου ήταν λίγο πάνω από 1%, ενώ σήμερα φθάνει στο 5,9% του μείγματος. Η λιγνιτική παραγωγή, που ακολουθούσε φθίνουσα πορεία προ της ενεργειακής κρίσης, στο πλαίσιο της απολιγνιτοποίησης, αναβίωσε το 2022, όπως αντίστοιχα συνέβη και στην Ευρώπη με τον άνθρακα , όχι μόνον για λόγους ενεργειακής επάρκειας εξ αιτίας της αβεβαιότητας για τη διαθεσιμότητα του αερίου αλλά και επειδή το κόστος της λιγντικής /ανθρακικής ηλεκτροπαραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των ρύπων, έγινε φθηνότερο από το αντίστοιχο του αερίου. Σταδιακά όμως η κατάσταση αυτή αντιστρέφεται, με την επάνοδο των μονάδων καύσης αερίου, όσο υποχωρούν οι τιμές του στην αγορά.
Έτσι, ενώ του τρεις πρώτους μήνες του 2023 η συμμετοχή του λιγνίτη στο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής ξεπερνούσε το 10%, έκτοτε ακολούθησε συνεχή πτωτική πορεία. Οι τιμές δεν ήταν ο μόνος λόγος για την υποχώρηση του μεριδίου του λιγνίτη. Η ΔΕΗ αποθεματοποιεί ποσότητες του καυσίμου για να καλύψει ενδεχόμενες αιχμές της ζήτησης το καλοκαίρι, που συνήθως η κατανάλωση κορυφώνεται λόγω της αυξημένης χρήσης κλιματιστικών.
Αναλυτικότερα, από 10,5%τον Ιανουάριο, το μερίδιο του λιγνίτη έφθασε στο 17,44% τον Φεβρουάριο, στο 12,56% τον Μάρτιο, στο 7,61% τον Απρίλιο, στο 3,86% τον Μάιο και μόλις σε 1,09% τις πρώτες ημέρες του Ιουνίου.