«Δεν θα υποστηρίξω καμία ενέργεια που ατιμάζει τους στρατιώτες μας ή τον εθνικό μας ύμνο». Αυτό δήλωσε ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Μάικ Πενς, μετά την αποχώρησή του από αγώνα αμερικανικού ποδοσφαίρου τον περασμένο μήνα, όταν ορισμένοι παίκτες κάθισαν γονατιστοί κατά τη διάρκεια του εθνικού ύμνου των ΗΠΑ.
Η κόντρα της κυβέρνησης Τραμπ με διάσημους αθλητές φαίνεται να είναι ένα περιστατικό που αφορά μόνο την Αμερική. Αλλά ανάλογα επιχειρήματα για τους εθνικούς ύμνους έχουν ακουστεί στην Κίνα, την Ινδία και την Ευρώπη.
Αυτές οι κόντρες για τον εθνικό ύμνο είναι ένα σύμπτωμα μιας παγκόσμιας ιδεολογικής μάχης ανάμεσα στους εθνικιστικές και τους διεθνιστές. Στις ΗΠΑ, την Κίνα και την Ινδία, η επιθετική υπεράσπιση των εθνικών ύμνων δικαιολογείται από τους νέους εθνικιστές ως ένας αγνός, υγιής πατριωτισμός. Αλλά αυτή η παθιασμένη υπεράσπιση του εθνικού ύμνου έχει και μια ανησυχητική πλευρά, αφού συχνά συνοδεύεται από την εφαρμογή μη φιλελεύθερων πολιτικών στο εσωτερικό και επιθετική εξωτερική πολιτική.
Νωρίτερα αυτόν τον μήνα, το Εθνικό Λαϊκό Κογκρέσο της Κίνας πέρασε νόμο που καθιστά αδίκημα την «προσβολή» του εθνικού ύμνου, το οποίο μπορεί να τιμωρηθεί ως και με τρία χρόνια φυλάκιση.
Η κίνηση είναι μία από τις πολλές επιδείξεις πατριωτισμού στην Κίνα, στο πλαίσιο αυτού που ο πρόεδρος Σι αποκαλεί η «μεγάλη αναγέννηση» του λαού του. Αντανακλά επίσης και τις αυξανόμενες εντάσεις ανάμεσα στην Κίνα και το ημιαυτόνομο Χονγκ Κονγκ. Σε πρόσφατους αγώνες ποδοσφαίρου στο Χονγκ Κονγκ, ο κινεζικός εθνικός ύμνος αποδοκιμάστηκε από διαδηλωτές.
Η ινδική εκδοχή αυτής της διαμάχης πυροδοτήθηκε από απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία ο εθνικός ύμνος πρέπει να ακούγεται πριν από κάθε ταινία που προβάλλεται σε κινηματογραφική αίθουσα.
Οι υποστηρικτές της απόφασης υποστηρίζουν πως ο ύμνος είναι ένα σημαντικός συνδετικός ιστός σε μια χώρα με πολλές θρησκείες που μιλάει εκατοντάδες γλώσσες. Οι Ινδοί φιλελεύθεροι ανησυχούν πως αντανακλά μια άνοδο του καταπιεστικού εθνικισμού υπό τον πρωθυπουργό Ναρέντρα Μόντι, που κάνει πιο δύσκολη τη ζωή για τις θρησκευτικές μειονότητες και τους επικριτές της κυβέρνησης. Επισημαίνουν επίσης περιστατικά βίας, με επιθέσεις ενάντια σε όσους δεν σηκώθηκαν όταν ακούστηκε ο εθνικός ύμνος σε κινηματογράφο.
Μια διαφορετικού τύπου διαμάχη για τον εθνικό ύμνο έλαβε χώρα στη Γαλλία, όταν ο Εμανουέλ Μακρόν γιόρτασε την εκλογική του νίκη τον περασμένο Μάιο. Η μουσική που ακουγόταν όταν ο νέος πρόεδρος ανέβηκε στη σκηνή δεν ήταν η Μασσαλιώτιδα αλλά η «Ωδή στη Χαρά» του Μπετόβεν, ο ύμνος της Ε.Ε.
Ήταν μια ηθελημένη μομφή κατά των ηττημένων αντιπάλων του στο εθνικιστικό και αντι-ευρωπαϊκό Εθνικό Μέτωπο.
Το γεγονός πως ο κ. Μακρόν και ο κ. Τραμπ έχουν υιοθετήσει εντελώς διαφορετικές θέσεις στη διαμάχη για τον ύμνο δεν είναι ασήμαντο. Οι πρόεδροι των ΗΠΑ και της Γαλλίας είναι αυτή τη στιγμή οι πιο σημαντικοί εκπρόσωποι δύο αντίθετων οραμάτων για τη διεθνή πολιτική.
Σε ομιλία του στον ΟΗΕ τον Σεπτέμβριο, ο κ. Τραμπ τάχθηκε υπέρ μιας διεθνούς τάξης που θα βασίζεται σε «ισχυρά κυρίαρχα έθνη», μια φράση που χρησιμοποίησε επανειλημμένα. Ο Αμερικανός πρόεδρος επιτέθηκε επίσης αρκετές φορές στον «παγκοσμισμό» (globalism), που η καμπάνια του τον είχε προσδιορίσει «ως μια οικονομική και πολιτική ιδεολογία που βάζει την αφοσίωση στους διεθνείς θεσμούς πάνω από το έθνος κράτος».
Δέκα ημέρες μετά την ομιλία του κ. Τραμπ, ο κ. Μακρόν προσέφερε μια πολύ διαφορετική άποψη για τον κόσμο. Σε διάλεξή του στο Παρίσι, σημείωσε ότι «δεν μπορούμε πλέον να στρεφόμαστε προς τα μέσα, εντός των εθνικών μας συνόρων. Θα ήταν μια συλλογική καταστροφή». Ο Γάλλος πρόεδρος περιέγραψε ως εχθρούς του τον «εθνικισμό, τον προστατευτισμό, τον απομονωτισμό, τον ταυτοτισμό».
Θα ήταν εύκολο να υποθέσει κανείς ότι το διεθνιστικό μήνυμα του κ. Μακρόν έχει περισσότερη στήριξη σε παγκόσμιο επίπεδο. Αλλά και το όραμα του κ. Τραμπ έχει αρκετούς οπαδούς, από ένα δίκτυο πολιτικών και διανοούμενων που μπορούν να χαρακτηριστούν μια «εθνικιστική διεθνής».
Σε πρόσφατο άρθρο του, ο Έρικ Λι, σχολιαστής με έδρα τη Σανγκάη, υποστήριξε ότι η Κίνα του Σι και η Αμερική του Τραμπ «έχουν περισσότερα κοινά από ό,τι φαίνεται». Και οι δύο ηγέτες δίνουν έμφαση στην εθνική κυριαρχία και την πρόθεση να αντιταχθούν σε «μια υπερβολικά επιθετική, ομοιόμορφη παγκόσμια τάξη».
Ο κ. Λι υποστηρίζει πως ο κ. Σι και ο κ. Τραμπ έχουν πολλές πιθανές αδελφές ψυχές στο στρατόπεδο των αντιπάλων της παγκοσμιοποίησης, μεταξύ των οποίων και ο Βλαντιμίρ Πούτιν στη Ρωσία, ο Ροντρίγκο Ντουτέρτε στις Φιλιππίνες, ο Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία, ο κ. Μόντι και ο Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι στην Αίγυπτο, καθώς και οι οπαδοί του Brexit στη Βρετανία. Είναι μια σχετικά μεγάλη λίστα, που υπογραμμίζει την έκταση της ανόδου του εθνικισμού. Οι νέοι εθνικιστές υποστηρίζουν ότι «τα ισχυρά κυρίαρχα έθνη» πρέπει να αποτελούν τη βάση μιας σταθερής, διεθνούς τάξης που θα αντιστρέψει τις υπερβολές του ουτοπικού και ελιτίστικου «παγκοσμισμού».
Αλλά υπάρχει κάτι το αφελές στην ιδέα μιας φιλήσυχης συνύπαρξης ανάμεσα σε εθνικιστές. Οι αυταρχικοί ηγέτες μπορεί να περιφρονούν τους γραφειοκράτες των διεθνών οργανισμών και τους δικηγόρους για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αλλά ο εθνικισμός συνδέεται συχνά με την αποστροφή για τις απόψεις και τα ενδιαφέροντα των ξένων. Οπότε αργά ή γρήγορα, οι αντίπαλοι εθνικισμοί είναι πολύ πιθανό να έρθουν σε σύγκρουση και αυτό ισχύει με τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Ο εθνικισμός του κ. Τραμπ τρέφεται από μια αίσθηση ότι η Αμερική βρίσκεται σε παρακμή και μπορεί να ανακάμψει μόνο αν γίνει πιο σκληρή με τον υπόλοιπο κόσμο. Ο εθνικισμός του κ. Σι στηρίζεται σε μια αίσθηση ότι η Κίνα βρίσκεται σε ανοδική τροχιά και μπορεί επιτέλους να πάρει εκδίκηση για ιστορικές ταπεινώσεις που δέχθηκε. Οι δύο αντίθετες αυτές οπτικές μπορεί εύκολα να οδηγήσουν σε μια σύγκρουση ΗΠΑ-Κίνας στην κορεατική χερσόνησο, στη Νότια Θάλασσα της Κίνας ή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.
Στη διάλεξή του στη Σορβόνη, ο κ. Μακρόν προειδοποίησε πως η άνοδος του εθνικισμού «μπορεί να καταστρέψει την ειρήνη που απολαμβάνουμε».
Δυστυχώς, μάλλον δεν φαίνεται να κέντρισε την προσοχή της Ουάσιγκτον ή του Πεκίνου.