Στενά παρακολουθεί τις εξελίξεις στην αγορά ηλεκτρισμού ο όμιλος Μυτιληναίου, ο οποίος συμμετείχε στο μάρκετ τεστ για την πώληση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ και φιλοδοξεί να αποτελέσει τον δεύτερο μεγάλο, ανταγωνιστικό πόλο απέναντι στη ΔΕΗ, όταν ανοίξει και απελευθερωθεί πραγματικά η αγορά.
Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από την ετήσια συνάντηση που είχε η διοίκηση του ομίλου με τους αναλυτές.
Οι τελικές αποφάσεις του ομίλου για ενδεχόμενη συμμετοχή του στους διαγωνισμούς πώλησης μονάδων της ΔΕΗ φαίνεται πως θα εξαρτηθούν από τους όρους της προκήρυξης, καθώς ακόμα πολλά σημεία- κλειδιά παραμένουν ασαφή. Πρόκειται για βασικά θέματα που τέθηκαν στο μάρκετ τεστ, όπως ο χρόνος ζωής που απομένει στις προς πώληση μονάδες, οι επενδύσεις που θα απαιτηθούν για να μπορέσουν οι μονάδες αυτές να ανταπεξέλθουν στις αυστηρότερες περιβαλλοντικές οδηγίες της ΕΕ όσον αφορά τις εκπομπές διοιξειδίου του άνθρακα, ζητήματα όπως το τι ακριβώς θα συμβεί με τις μονάδες του Αμυνταίου και της Καρδιάς για τις οποίες η ΔΕΗ και το υπουργείο Περιβάλλοντος- Ενέργειας έχουν ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές της Επιτροπής παράταση των ωρών λειτουργίας κλπ.
Κοινή συνισταμένη της συζήτησης που είχε η διοίκηση του ομίλου με τους αναλυτές ήταν πάντως ότι για να ανοίξει το παιχνίδι και να λειτουργήσει η ελληνική αγορά με ευρωπαϊκούς όρους θα πρέπει κατ’αρχήν η ίδια η ΔΕΗ να αντιληφθεί το ρόλο που καλείται να παίξει την επόμενη ημέρα και να σχεδιάσει ανάλογα τα βήματά της. Πρέπει να παραμείνει ανταγωνιστική αλλά με μικρότερο μερίδιο και παράλληλα να υπάρξουν επενδύσεις και κεφάλαια που θα κατευθυνθούν στην αγορά για να υπάρξει ανταγωνισμός σε υγιή βάση.
Ο όμιλος Μυτιληναίου, όπως διαβεβαίωσε η διοίκηση μπορεί να σταθεί απέναντι στη ΔΕΗ με κανόνες υγιούς ανταγωνισμού, ως αντίβαρο στην αγορά, αλλά αυτό προϋποθέτει πρόσβαση σε όλες τις πηγές.
Σαφής ήταν και η επισήμανση ότι θα απαιτηθούν χρήματα και χρόνος για να ανοίξει πραγματικά η αγορά, η οποία συνεχίζει να λειτουργεί σε σκληρές συνθήκες. Απόδειξη είναι ότι το μερίδιο της ΔΕΗ δεν κατεβαίνει κάτω από το 85%, παρά τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί στο μνημόνιο.