Στα ύψη αναμένεται να εκτοξευτούν οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα τα επόμενα χρόνια, οδηγώντας τις ανθρακικές και λιγνιτικές μονάδες όπως αυτές της ΔΕΗ εκτός αγοράς ή στην καλύτερη περίπτωση σε υπολειτουργία μέχρι αναγκαστικά να αποσυρθούν.
Πρόκειται για μία άνοδο που ήδη έχει ξεκινήσει και πρόκειται να συνεχιστεί όπως εκτιμούν οι ειδικοί: Oι τιμές των δικαιωμάτων μπορεί να φθάσουν στα 15 ευρώ ανά τόνο CO2 στο δεύτερο εξάμηνο του 2018, στα 20 ευρώ/τόνο το 2019 και στα 25-30 ευρώ/τόνο το 2020-21, δηλαδή υπερδιπλάσιες σε σχέση με σήμερα, εκτιμά έκθεση του Carbon Tracker, που ανακοινώθηκε χθες.
Αιτία της ανόδου αυτής είναι οι μεταρρυθμίσεις στο σύστημα εμπορίας ρύπων της Ευρώπης, οι οποίες ήδη έχουν οδηγήσει σε τριπλασιασμό της τιμής των ρύπων, από τα χαμηλά των 4,38 ευρώ/τόνο του Μαίου 2017 στα 13,82 ευρώ/τόνο τον Απρίλιο του 2018. Το αποτέλεσμα ήταν οι ρύποι να αναδειχθούν στο αποδοτικότερο εμπορεύσιμο ενεργειακό αγαθό της χρονιάς!!!
Μάλιστα, η Carbon Tracker εκτιμά ότι αν η Κομισιόν θέλει πραγματικά να ευθυγραμμιστεί με τους στόχους της συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα, τότε θα πρέπει να προχωρήσει σε ακόμα πιο αυστηρές μεταρρυθμίσεις προκειμένου οι τιμές να φθάσουν στα 55 ευρώ/τόνο το 2030, το επίπεδο που θεωρείται αναγκαίο για να επιτευχθούν οι στόχοι της συμφωνίας.
Επισημαίνει δε ότι οι τιμές του διοξειδίου του άνθρακα δεν αρκεί να “κτυπήσουν” τα 55 ευρώ/τόνο αλλά θα πρέπει να κινηθούν στην κλίμακα των 45 ως 55 ευρώ /τόνο για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, προκειμένου να εξαναγκαστούν τα ανθρακικά και λιγνιτικά εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής της ΕΕ να βγουν από την αγορά και οι εκπεμπόμενοι ρύποι να περιοριστούν στα επίπεδα που προβλέπει η τελευταία Συμφωνία για το Κλίμα με στόχο τη συγκράτηση της ανόδου της θερμοκρασίας κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου.
Οι πολιτικές για το Κλίμα και η αύξηση της τιμής των ρύπων θα οδηγήσει σε μία μεγάλη στροφή στην ηλεκτροπαραγωγή, από τον άνθρακα στο φυσικό αέριο και στις ΑΠΕ, σε χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Γερμανία, η Ολλανδία, η Ελλάδα κλπ. Οι υψηλές τιμές των δικαιωμάτων ρύπων θα επιταχύνουν την ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης μεγάλης κλίμακας, των έξυπνων δικτύων και της διαχείρισης της ζήτησης.
Η ΕΕ σκοπεύει ως το 2030 να περιορίσει τις εκπομπές ρύπων κατά 40% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, αλλά η έκθεση εκτιμά ότι πρέπει να μειωθούν κατά 55% για να επιτευχθούν οι στόχοι του Παρισιού.
Η αύξηση των τιμών των ρύπων είτε με το ένα, είτε με το άλλο σενάριο έχει ήδη μειώσει και θα μειώσει ακόμα περισσότερο τα λειτουργικά περιθώρια κέρδους των ανθρακικών μονάδων, οδηγώντας τες αναγκαστικά έξω από το σύστημα ηλεκτροπραγαγωγής, πρώτα τις λιγότερο αποτελεσματικές και στο τέλος ακόμα και τις πιο αποτελεσματικές. Το σοκ για τις ανθρακικές και τις λιγντιικές μονάδες θα είναι ακόμα μεγαλύτερο αν η Κομισιόν ευθυγραμμιστεί με τους στόχους του Παρισιού.
Μακροπρόθεσμα πάντως, όπως επισημαίνουν αναλυτές, το μέλλον δεν είναι ευοίωνο ούτε για τις μονάδες φυσικού αερίου, αφού και αυτές εκπέμπουν CO 2, σε μικρότερες βέβαια ποσότητες, περίπου στο 1/2 μίας αποτελεσματικής ανθρακικής μονάδας. Θεωρείται δε ότι αν εφαρμοστούν οι πολιτικές για το Κλίμα, από το 2040, ίσως και νωρίτερα, πολλές μονάδες φυσικού αερίου θα βγουν εκτός αγοράς, με κάποιες, τις πιο αποδοτικές, να παραμένουν ως εφεδρικές.
Μετά την οικονομική κρίση του 2009 και την ύφεση δημιουργήθηκε ένα τεράστιο υπερπλεόνασμα δικαιωμάτων ρύπων στην αγορά, που βύθισε τις τιμές των δικαιωμάτων ρύπων. Ως το τέλος του 2016 το πλεόνασμα είχε φθάσει στα 1,7 δις. τόνους, περίπου όσο και οι εμπορεύσιμοι τόνοι μέσω των δικαιωμάτων, των ΕΤS και οι τιμές είχαν πέσει ακόμα και κάτω απο τα 3 ευρώ/τόνο. Η Κομισιόν για να αναστρεώει την κατάσταση εισήγσγε ένα μηχανισμό με στόχο την εξάλειψη του πλεονάσματος. Στο πλαίσιο του νέου μηχανισμού, αυτό τον Ιανουάριο του 2019 τίθεται σε λειτουργία το Μarket Stability Reserve - το Απόθεμα Σταθεροπαίησης της Αγοράς, το οποίο θα ακυρώνει κάθε χρόνο το 24% του πλεονάσματος ως το 2023 και από τότε και μετά θα ακυρώνει κάθε χρόνο το 12% του πλεονάσματος μέχρι την πλήρη εξάλειψή του.
Η προγραμματισμένη λειτουργία του νέου μηχανισμού από 1/1/2019 είναι και ο λόγος που αυξάνονται τους τελευταίους μήνες οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής CO2.
Μέχρι το 2023 το ΜSR θα έχει αποσύρει 3 γιγατόνους δικαιωμάτων από την αγορά. Σύμφωνα με την μελέτη που κυκλοφόρησε χθες πάντως για να επιτευχθούν οι στόχοι του Παρισιού θα πρέπει να αποσυσρθούν επιπλέον περί τους 1,6 γιγατόνους.
Ας σημειωθεί ότι όλες οι ηλεκτροπαραγωγικές εταιρίες (.. και όχι μόνον) είναι υποχρεωμένες να αγοράζουν δικαιώματα εκπομπής CO 2 και βέβαια τα ανθρακικά και λιγνιτικά εργοστάσια είναι εκείνα που επιβαρύνονται περισσότερο, αφού εκπέμπουν τους περισσότερους ρύπους.