Aντιστάθμιση του κόστους CO 2 ως και 100% διεκδικεί η ευρωπαϊκή χαλυβουργία στο πλαίσιο της δημόσια διαβούλευσης που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη στην Ευρώπη για το ζήτημα, καθώς το τρέχον σύστημα λήγει το 2020 και όπως υποστηρίζουν οι βιομηχανίες του κλάδου ο κίνδυνος της περαιτέρω συρρίκνωσης ως και του αφανισμού της ευρωπαϊκής χαλυβουργίας (.. και όχι μόνον) είναι προ των πυλών, λόγω του οξύτατου ανταγωνισμού από τα αντίστοιχα προϊόντα τρίτων χωρών, τα οποία δεν υπόκεινται στο έξτρα και διαρκώς αυξανόμενο κόστος των ρύπων.
Το πρόβλημα δεν αφορά μόνον τις χαλυβουργίες αλλά όλες τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας, που βλέπουν το μερίδιό τους στη διεθνή αγορά να φθίνει, εξ αιτίας του υψηλού κόστους ηλεκτρισμού, συμπεριλαμβανομένης της χρέωσης των ρύπων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πολύ πρόσφατα ο κ. Ευάγγελος Μυτιληναίος, αντιπρόεδρος του ΣΕΒ και πρόεδρος του φερώνυμου ομίλου, έθεσε δημόσια το θέμα, ζητώντας αντιστάθμιση τουλάχιστον 90%.
Με το υφιστάμενο σύστημα, το οποίο λήγει το 2020, ο συντελεστής αντιστάθμισης του κόστους του CO2 βαίνει μειούμενος : Από το 2013, οπότε εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην ΕΕ ως το 2015 ο συντελεστής ήταν 85%, την περίοδο 2016-2018 έπεσε στο 80% και για τα έτη 2019 και 2020 περιορίστηκε στο 75%. Το ύψος της αντιστάθμισης που λαμβάνει κάθε κλάδος, εφόσον έχει κριθεί από την Κομισιόν ως επιλέξιμος, διαμορφώνεται με βάση μία σειρά παραγόντων όπως η ενεργειακή ένταση του κλάδου, ο κίνδυνος του carbon leakage (διαρροή άνθρακα), δηλαδή της μετεγκατάστασης της παραγωγικής δραστηριότητας σε τρίτες χώρες, όπου δεν ισχύουν ανάλογα μέτρα, το περιβαλλοντικό αποτύπωμα του κλάδου αλλά και της χώρας, κλπ. Παράλληλα προβλέπεται σύγκριση με την καλύτερη μονάδα από πλευράς περιβαλλοντικού αποτυπώματος όλης της Ευρώπης.
Με βάση το σύνολο των κριτηρίων, η ελληνική βιομηχανία μπορεί να δικαιούται αντιστάθμιση 75% αλλά τελικώς λαμβάνει μόλις 45%.
Στο πλαίσιο της διαβούλευσης που πραγματοποιείται στην Ευρώπη για την διαμόρφωση του νέου μηχανισμού αντιστάθμισης, ο οποίος θα τεθεί σε εφαρμογή μετά το 2020 και για την περίοδο ως το 2030, η Eurofer (European Steel Association- Ευρωπαϊκή Ένωση Χάλυβα) σε επίσημο κείμενό της προειδοποιεί ότι πολλές βιομηχανίες του κλάδου θα προτιμήσουν να μετεγκατασταθούν σε τρίτες χώρες, εξ αιτίας του αυξανόμενου άμεσου και έμμεσου κόσοτυς CO 2.
Ας σημειωθεί ότι η στόχος της διαβούλευσης, που διενεργεί η Κομισιόν είναι ως το τέλος του 2019 να έχουν προσδιοριστεί οι παράμετροι του μηχανισμού, που θα ισχύσει μετά το 2020.
Σύμφωνα με τη Eurofer ο κίνδυνος της διαρροής άνθρακα όχι μόνο δεν έχει μειωθεί αλλά αντίθετα έχει αυξηθεί λόγω των υψηλών τιμών του CO2. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα μέσα σε διάστημα λιγότερο από 18 μήνες αυξήθηκαν από τα 5 ευρώ/τόνο ως και τα 27 ευρώ/τόνο.
Η Eurofer υποστηρίζει ότι ο κλάδος πρέπει σαφώς να παραμείνει επιλέξιμος τόσο για οικονομική αποζημίωση, μέσω της αντιστάθμισης, όσο και για τη παροχή δωρεάν δικαιωμάτων ρύπων. Οσον αφορά στον χάλυβα, το μεγαλύτερο μέρος της διαρροής άνθρακα είναι αποτέλεσμα της βραδείας και συνεχούς απώλειας πωλήσεων προς όφελος ανταγωνιστών από τρίτες χώρες, όπου δεν ισχύουν ανάλογες επιβαρύνσεις και ζητεί αντιστάθμιση στο 100%.
Οι περισσότερες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις του κλάδου δεν είναι πια κερδοφόρες και οι ανταγωνιστές από τρίτες χώρες αποκτούν σταδιακά μερίδιο αγοράς της ΕΕ σε βάρος των Ευρωπαίων παραγωγών. Οι στατιστικές σχετικά με τις εισαγωγές και τις εξαγωγές των τελευταίων ετών επιβεβαιώνουν την τάση αυτή, καθώς η ΕΕ έχει μετατραπεί σε καθαρό εισαγωγέα τελικών προϊόντων χάλυβα, από παραδοσιακάκαθαρό εξαγωγέα.
Ο υψηλός κίνδυνος διαρροής άνθρακα για την ευρωπαϊκή χαλυβουργία προκύπτει από τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά :
- Συνδυασμός υψηλής έκθεσης στο διεθνές εμπόριο και ενεργειακή ένταση
- Παγκόσμια πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα
- Έκθεση στο διεθνές εμπόριο και αθέμιτες εμπορικές πρακτικές όπως το ντάμπινγκ
- Χαμηλή ή αρνητική κερδοφορία
Σύμφωνα με τη Eurofer ο τομέας του χάλυβα δέχεται υψηλό ανταγωνισμό τόσο εντός τηςΕΕ όσο και από παραγωγούς τρίτων χωρών. Ο ανταγωνισμός από χώρες εκτός ΕΕ θέτει ολόκληρη την ευρωπαϊκή αγορά κάτω από μεγάλη πίεση και κίνδυνο διαρροής άνθρακα, δεδομένου του σχετικά χαμηλού μεριδίου αγοράς της ευρωπαϊκής παραγωγής στη παγκόσμια αγορά, της υψηλής έκθεσης στο διεθνές εμπόριο και τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, που συνδέονται με το παγκόσμιο πλεονάζων παραγωγικό δυναμικό.
Στο πλαίσιο αυτό η Eurofer επισημαίνει ότι οι κανόνες για τη χρηματοδοτική αντιστάθμιση θα πρέπει να δίνουν.