Την ακριβότερη τιμή χονδρικής στην ηλεκτρική ενέργεια στην ΕΕ για τα φορτία βάσης είχε η Ελλάδα το δεύτερο τρίμηνο του 2019, σχεδόν διπλάσια από τη φθηνότερη τιμή στη Σουηδία και μία από τις υψηλότερες τιμές εισαγωγής φυσικού αερίου, σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ “Στρατηγικές Παρεμβάσεις για την Ανάπτυξη της Βιομηχανίας”, που εκπονήθηκε για λογαριασμό της Ελληνικής Παραγωγής και παρουσιάστηκε χθες σε ειδική εκδήλωση στο Ζάππειο.
Διαχρονικά η τιμή χονδρικής φορτίου βάσης στην Ελλάδα εμφανίζεται από 10 έως 40% υψηλότερη σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρώπης, ενώ η διαφορά για το 2ο τρίμηνο του 2019 ξεπέρασε το 50%, αναφέρει η μελέτη, επισημαίνοντας ακόμα ότι ενώ, σε σχέση με το 2ο τρίμηνο του 2018, ο μέσος όρος στην Ευρώπη σημείωσε πτώση 1%, στην Ελλάδα η τιμή αυξήθηκε κατά 17%, καταγράφοντας τη δεύτερη μεγαλύτερη άνοδο στην Ευρώπη, μετά τη Βουλγαρία (+22%)
Γενικότερα πάντως, τα δύο τελευταία χρόνια οι τιμές παρουσιάζουν ανοδικές τάσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, αφού σε σχέση με το 2ο τρίμηνο του 2017 οι τιμές αυξήθηκαν 39% και 13% και σε σχέση με το 2016 αυξήθηκαν κατά 62% και 39% αντιστοίχως
Από τη μελέτη προκύπτει ακόμα ότι :
- Η τελική κατανάλωση ενέργειας στη Μεταποίηση έχει πτωτικές τάσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στις χώρες της ΕΕ-28. Κατά την περίοδο 2000-2008 η κατανάλωση στην Ελλάδα ήταν μεγαλύτερη κατά 25% σε σχέση με την περίοδο 2009-2017, ενώ στην Ευρώπη ήταν μεγαλύτερη κατά 15%.
- Η μεταβολή της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στην Ελλάδα έχει παρόμοιες τάσεις με την ΕΕ-28, αλλά με μεγαλύτερη μεταβλητότητα, ιδιαίτερα μεταξύ 2011-2016, διάστημα κατά το οποίο τόσο ο Δείκτης Τιμών όσο και ο Δείκτης Κύκλου Εργασιών της Μεταποίησης στην Ελλάδα κατέγραψαν ισχυρή πτώση με παράλληλη άνοδο του Δείκτη Παραγωγής.
- Η Ελλάδα έχει μεγαλύτερη ενεργειακή ένταση (Τελική κατανάλωση ενέργειας / ΑΠΑ) στη Μεταποίηση σε σχέση με το μέσο όρο στην ΕΕ-28. Στους κλάδους υψηλής ενεργειακής έντασης παρατηρείται μεγαλύτερη σύγκλιση με το μέσο όρο στην ΕΕ-28 από ότι στους υπόλοιπους κλάδους, ωστόσο σε κάθε περίπτωση η ενεργειακή ένταση παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα από την αντίστοιχη Ευρωπαϊκή.
- Η γενική τάση αύξησης των τιμών ηλεκτρισμού στην Ελλάδα και στην Ευρώπη μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί από το κόστος δικαιωμάτων εκπομπών CO2 που έχει τετραπλασιαστεί την τελευταία διετία, με παράλληλη μείωση του όγκου συναλλαγών δικαιωμάτων.
- Οι τελικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ βιομηχανιών σε διαφορετικές χώρες στην ΕΕ-28 δεν είναι άμεσα συγκρίσιμες μεταξύ τους, όχι μόνο λόγω διαφορετικής δομής και ρυθμιστικού περιβάλλοντος της εκάστοτε αγοράς, αλλά και λόγω μέτρων στήριξης της βιομηχανίας (όπως απαλλαγές και εκπτώσεις) που επιλέγει κάθε χώρα να εφαρμόσει.
- Σύμφωνα με αναφορές της ΕΕ, η Ελλάδα το 2017 είχε μεταφορική ικανότητα διασυνδέσεων 11%, πετυχαίνοντας έτσι το στόχο για το 2020, αλλά σε σχέση με το στόχο για το 2030 υστερεί σημαντικά καθώς πληροί μόνο ένα από τα τρία κριτήρια, πράγμα που καθιστά επείγουσα την υλοποίηση των νέων διασυνδέσεων.
- Για την υποστήριξη των διασυνδέσεων με γειτονικές χώρες το εσωτερικό δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας της Ελλάδας ανήκει στην κατηγορία όπου απαιτούνται ισχυρές παρεμβάσεις.
Φυσικό Αέριο
Οι τιμές φυσικού αερίου στην Ελλάδα (από αγωγό και υγροποιημένο )ακολουθούν τις τάσεις των βασικών αγορών στην Ευρώπη, χωρίς ωστόσο να είναι άμεσα συγκρίσιμες μεταξύ τους, λόγω διαφορετικής σύνθεσης της κάθε τιμής.
Το δεύτερο τρίμηνο του 2019, η υψηλότερη τιμή μεταξύ των χωρών στην ΕΕ-28 ήταν 130% μεγαλύτερη από την χαμηλότερη τιμή. Οι τιμές φυσικού αερίου αγωγών και υγροποιημένου αερίου (LNG) στην Ελλάδα συγκαταλέγονται μεταξύ των υψηλών τιμών στην Ευρώπη.
Η ελληνική μεταποίηση έχει το δεύτερο μεγαλύτερο μερίδιο ενεργειακών αγαθών στο συνολικό κόστος παραγωγής μεταξύ των χωρών της ΕΕ-28.
Στους κλάδους της μεταποίησης με υψηλή ενεργειακή ένταση, η Ελλάδα έχει το 6ο μεγαλύτερο μερίδιο, το οποίο είναι 30% υψηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ-28.
Αιτίες αυξημένου ενεργειακού κόστους στη Μεταποίηση
- Ατελές άνοιγμα της αγοράς, καθυστερήσεις στη μετάβαση σε ανταγωνιστική αγορά ενέργειας (Target Model EE) καθώς και στη διασύνδεση με γειτονικές χώρες για σύζευξη των αγορών (Coupling).
- Καθυστέρηση στη λειτουργία του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας (Ιούνιος 2020), το οποίο σταδιακά θα περιλαμβάνει ενδο-ημερήσια αγορά, αγορά επόμενης ημέρας, προθεσμιακή αγορά και αγορά εξισορρόπησης.
- Αδυναμία σύναψης διμερών προθεσμιακών συμβολαίων για ενέργεια χωρίς συμμετοχή στο pool που χαρακτηρίζεται από μεταβλητότητες, π.χ. διακύμανση τιμής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας κ.α.
- Σημαντικές πρόσθετες χρεώσεις και φόροι που αυξάνουν την ανταγωνιστική τιμή (ΕΦΚ, ΥΚΩ, χρέωση Δικτύου Μεταφοράς, χρέωση Δικτύου Διανομής, χρέωση CO2, ΔΕΤΕ).
- Έλλειψη συμβατών με το Ευρωπαϊκό πλαίσιο μέτρων στήριξης (ενισχύσεις/επιδοτήσεις) της Βιομηχανίας για ενέργεια και περιβάλλον.
- Οι τιμές εισαγωγής Φυσικού Αερίου διαμορφώνονται κυρίως βάσει μακροχρόνιων συμβολαίων, όπου η τιμή συνδέεται με τις τιμές προϊόντων πετρελαίου. Απουσία αγορών Φυσικού Αερόυ και περιορισμένος ανταγωνισμός.
- Το αυξημένο ενεργειακό κόστος επιβαρύνει ιδιαιτέρως τους κλάδους με υψηλή ενεργειακή ένταση. Αν το ενεργειακό κόστος στους κλάδους αυτούς μειωνόταν κατά 10%, που αντιστοιχεί σε περίπου 115 εκατ. ευρώ, τότε η επίδραση στο ΑΕΠ θα έφθανε στα 600 εκατ. ευρώ, στους φόρους και τις εισφορές στα €140 εκατ., ενώ θα μπορούσαν να δημιουργηθούν 12.000 θέσεις εργασίας, αναφέρει η μελέτη.