Αύξηση του πληθωρισμού και των επιτοκίων, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα εξ αιτίας του κόστους της ενεργειακής μετάβασης προβλέπει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στην άσκηση για τα κλιματικά στρες τεστ των τραπεζών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι βασική παραδοχή σε όλα τα σενάρια που εξετάζει η ΕΚΤ είναι ότι το κόστος της ενεργειακής μετάβασης προκαλεί άνοδο των πληθωριστικών πιέσεων, οι οποίες ωθούν υψηλότερα τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια, έστω και με μία ελαφρά καθυστέρηση. Όσον αφορά στα επιτόκια σε μακροπρόθεσμη βάση μπορεί να υπάρξει μία μικρή ετερογένεια ανά χώρα, καθώς οι χώρες που θα έχουν το υψηλότερο κόστος ενεργειακής μετάβασης θα έχουν και τη μεγαλύτερη αύξηση επιτοκίων.
Δεδομένου ότι ο μετασχηματισμός σε μία οικονομία χαμηλών ρύπων έχει ήδη ξεκινήσει στην Ευρώπη και στη χώρα μας είναι προφανές, από τις εκτιμήσεις της ΕΚΤ, ότι η άνοδος του πληθωρισμού και των επιτοκίων δεν αποτελούν προσωρινά φαινόμενα αλλά θα έχουν μόνιμο χαρακτήρα.
Οι εκτιμήσεις για το ύψος της ανόδου των επιτοκίων διαφοροποιούνται ανάλογα με τα 3 σενάρια που εξετάζει η ΕΚΤ, δηλαδή αυτό της συντεταγμένης μετάβασης στην κλιματική ουδετερότητα ως το 2050, με ενδιάμεσα χρονικά ορόσημα το 2030 και το 2040, το σενάριο την άτακτης μετάβασης και το σενάριο της υπερθέρμανσης.
Για την περίοδο 2022-2024 η ΕΚΤ εκτιμά σταδιακή αύξηση των επιτοκίων κάθε χρόνο στο βασικό σενάριο που αφορά στη συντεταγμένη μετάβαση , ενώ στο σενάριο της άτακτης μετάβασης προβλέπει μεγαλύτερη αύξηση επιτοκίων κάθε χρόνο με απότομη εκτίναξη το 2024.
Η εκτόξευση της τιμής του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας το 2021 και τα υψηλά επίπεδα στα οποία παραμένουν οι τιμές τους έχουν ήδη τροφοδοτήσει τον πληθωρισμό σε παγκόσμιο επίπεδο και ιδιαίτερα στην Ευρώπη όπου η ενεργειακή κρίση είναι βαθύτερη. Η εκτίναξη του ενεργειακού κόστους, σε συνδυασμό με την αύξηση της τιμής των πρώτων υλών αποτυπώνεται στις ανατιμήσεις σχεδόν όλων των προϊόντων .
Ιδιαίτερη ανσφορά περιέχει το κείμενο άσκησης της ΕΚΤ στις επιπτώσεις που θα έχει στις τιμές των μετοχών η ενεργειακή μετάβαση. Οι τομείς που θα πληγούν περισσότερο είναι και οι πιο ρυπογόνοι. Το κόστος της μετάβασης για αυτούς τους κλάδους όσον αφορά την επίπτωση στην αξία του μετοχικού τους κεφαλαίου θα είναι μεγαλύτερο στο σενάριο της άτακτης μετάβασης, αλλά σαφώς πιο περιορισμένο στο σενάριο της συγκροτημένης μετάβασης.
Όταν ολοκληρωθεί η μετάβαση, η ΕΚΤ εκτιμά ότι οι αγορές μετοχών θα ανακάμψουν και θα ανακτήσουν τις ζημιές τους στην δεκαετία που θα ακολουθήσει.
Με βάση τους στόχους της ΕΕ η ενεργειακή μετάβαση ολοκληρώνεται το 2050 όταν θα επιτευχθεί κλιματική ουδετερότητα με ενδιάμεσο χρονικό ορόσημο το 2030 οπότε οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα θα πρέπει να έχουν μειωθεί κατά 55% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990.
Ενδεικτικά οι κλάδοι στους οποίους αναφέρεται στο κείμενο της ΕΚΤ όσον αφορά στις επιπτώσεις που θα έχει η ενεργειακή μετάβαση στις μετοχές τους είναι : Μεταλλουργία-Λατομεία, Κλωστοφαντουργία-Κατεργασία Δέρματος/Ξυελεία/χαρτί, Κατασκευή επίπλων, Ηλεκτρισμός-φυσικό αέριο=ατμός , και το Χονδρικό και Λιανικό Εμπόριο, που είναι ο κλάδος με τις λιγότερες αρνητικές επιπτώσεις σε κάθε σενάριο.